Χριστόφορος Κολόμβος, Βάσκο Ντα Γκάμα, Φερδινάνδος Μαγγελάνος, Γουλιέλμος Μπάρεντς, Τζέημς Κουκ, Ντέηβιντ Λίβινγκστον. Σας λένε κάτι τα ονόματα αυτά; Σίγουρα ναι, αφού πρόκειται για μερικούς από τους μεγαλύτερος εξερευνητές όλων των εποχών.
Δεν είναι όμως οι μόνοι. Υπήρξαν πολλοί ακόμα, οι οποίοι για διάφορους λόγους έμειναν στην αφάνεια.
Ο Παναγιώτης Ποταγός, ο μεγάλος αυτός Έλληνας εξερευνητής ο οποίος θεωρήθηκε εφάμιλλος, αν όχι και καλύτερος από τον Ντέηβιντ Λίβινγκστον, είχε την ατυχία να γεννηθεί στην Ελλάδα και όπως γίνεται σχεδόν πάντα με τους μεγάλους της πατρίδας μας, το κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον εξαφανίσει. Το εξερευνητικό του έργο είναι τεράστιο. Ευτυχώς, πρόλαβε να εκδώσει το πρώτο από τα δύο βιβλία που προετοίμαζε κι έτσι εμείς έχουμε μια δική του παρακαταθήκη. Τα χειρόγραφα του δεύτερου βιβλίου… καλύτερα να διαβάσετε παρακάτω.
Ο Παναγιώτης Ποταγός (1839-1903), υπήρξε ένας από τους κορυφαίος γεωγράφους όλων των εποχών, αλλά και ανθρωπολόγος, φιλόσοφος, ιστορικός και ιατρός. Είναι και ο μόνος που δικαιούται τον χαρακτηρισμό του εξερευνητή. Ο Παναγιώτης Ποταγός, με άλογα και πεζός διέσχισε, στο β΄ μισό του 1800, την Ασία και την Αφρική. Οι μελέτες του εκδόθηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία και αποτελούν, μέχρι σήμερα, βασική βιβλιογραφική πηγή για τους ιστορικούς μελετητές και τους Λαογράφους.
Ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν για τον λαμπρό αυτό άνθρωπο, με τον μυθιστορηματικό βίο. Ο οποίος, μόνος του, χωρίς καμία κρατική συμπαράσταση, πράγμα ανήκουστο την εποχή εκείνη για τέτοια εγχειρήματα, ξεκίνησε το 1867 από την γενέτειρά του την Βυτίνα και μέχρι το 1883 διέσχισε, με το άλογο και με τα πόδια, όλη την Ασία, περνώντας από την Μέση Ανατολή, το Ιράκ, την Περσία, το Αφγανιστάν, την Κίνα και την Μογγολία, φτάνοντας ως τα Ιμαλάια και την Σιβηρία.
Κατόπιν έβαλε γραμμή για την Αφρική εξερευνώντας τα άγνωστα –τότε- βάθη της Μαύρης Ηπείρου και την ζούγκλα του Κονγκό όπου ανακάλυψε το παραποτάμιο δίκτυο του ποταμού Κόγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (1875). Σε επόμενο ταξίδι του στο Αφγανιστάν σταμάτησε, με το κύρος του, τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνονταν στη χώρα. Το γεωγραφικό του έργο, αναγνωρίστηκε επίσημα από την Γαλλική Γεωγραφική Εταιρία (η οποία ήταν και ή σημαντικότερη της εποχής και τον κατέταξε ανάμεσα στους μεγαλύτερους γεωγράφους Stanley και Livingston).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου, “ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός – περπατώντας μήνες και χρόνια για νά ‘βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής…”, κάνει τρία εξερευνητικά ταξίδια δια ξηράς: Από τα τέλη Nοεμβρίου του 1867 μέχρι το 1873, οδοιπόρος ή έφιππος, διασχίζει την Ασία, φτάνει ως την Kίνα και από κει περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη, όπου παραμένει και εργάζεται ως γιατρός σχεδόν ένα χρόνο.
Τον επόμενο Γενάρη ταξιδεύει στο Σουέζ για να φύγει προς Ινδίες, Περσία, Αφγανιστάν• ανιχνεύει τη Βιβλική γεωγραφία και, τέλος, με έδρα το Kάιρο, εξερευνά την κεντρική Αφρική, ώσπου επιστρέφει στην Αθήνα μετά από μία πενταετία…
Αυτός ο σύγχρονος «Οδυσσέας της Ασίας και της Αφρικής» εξακολουθεί ακόμα μέχρι και σήμερα να τυγχάνει της βαθύτατης περιφρόνησης της Ελληνικής Πολιτείας, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς από ορισμένους γνώστες και φίλους του έργου του.
Ο ίδιος πέθανε πάμφτωχος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα 17 τελευταία χρόνια της ζωής του, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους. Η μοναδική του φωτογραφία βρέθηκε και σώθηκε από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος και διέσωσε τη μνήμη του γράφοντας σχετικά γι’ αυτόν και ζωγραφίζοντάς τον καθισμένο σταυροπόδι και φορώντας ανατολίτικη φορεσιά, στο βιβλίο του «Φημισμένοι άντρες και Λησμονημένοι».
Στο βιβλίο αυτό ο Ποταγός περιγράφει τα τρία κύρια ταξίδια του, τα δύο στην Ασία και το ένα στην Αφρική. «…Έφιππος επί του ίππου μου Mουνσίμπαση, και ακολουθούμενος υπό του ετέρου μου ίππου Kουσούλ προυχώρουν εν τη λεωφόρω μόνος… προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις κινδύνους», γράφει ο Ποταγός, φροντίζοντας εγκαίρως να ξεκαθαρίσει ότι «οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν αναγνώστας• διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας αληθείας» περιδιαβαίνοντας «τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν, προς τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων» να τις σχετίσει…
Παρά τις 700 περίπου σελίδες του πρωτότυπου έργου, αυτό ονομάζεται Περίληψις Περιηγήσεων, γιατί αποτελεί μια συμπυκνωμένη καταγραφή του μεγαλειώδους έργου του Ποταγού. Όπως αναφέρει και ο ίδιος σκόπευε στην έκδοση και άλλων τόμων με αναλυτικότερες πληροφορίες για την ζωή, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα των λαών που επισπεύτηκε και των τόπων που εξερεύνησε. Δυστυχώς, όμως και παρά τις επίμονες συστάσεις της Γαλλικής Ακαδημίας προς το Ελληνικό Κράτος να σταθεί αρωγός στην εκπλήρωση του έργου του Ποταγού κανείς δεν ενδιαφέρθηκε.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο. Μέσα από τις σελίδες το, ο ίδιος ο Ποταγός μας δίνει ένα βασικό κίνητρο που τον οδήγησε στην απόφαση της πραγματοποίησης των εξερευνητικών του ταξιδιών. Το κίνητρο αυτό, που έχει χαρακτήρα αρνητικό, ήτανε -σύμφωνα με τα λεγόμενα του- η ανάγκη φυγής από μία ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά και που δεν έπαψε να στιγματίζει, με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητα του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και τον ίδιο. Εκτός από την εχθρότητα του προς το καθεστώς, μεγάλη παρουσιάζεται και η απέχθεια του Ποταγού για τον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών φατριών και το χαμηλό πολιτικο-κοινωνικό αλλά και ηθικό επίπεδο του λαού .
Εντούτοις πολλά είναι τα στοιχεία που φανερώνουν ότι για το μεγάλο εξερευνητικό εγχείρημα του Ποταγού δεν λειτούργησε μόνο αυτό το (αρνητικό) κίνητρο της απογοήτευσης και της φυγής από μία απεχθή πραγματικότητα, ούτε απλά ο συνδυασμός μίας τέτοιας φυγής με την αναζήτηση της περιπέτειας και του «ζην επικινδύνως».
Με άλλα λόγια, ο Ποταγός δεν έγινε εξερευνητής για ανάλογους λόγους που κάποιοι επιλέγουν την ίδια εποχή την Λεγεώνα των Ξένων.
Στις περιγραφές των ταξιδιών του διασώζεται ένα πλήθος πληροφοριών για τους λαούς που συνάντησε, την ιστορική τους καταγωγή, τα ήθη και έθιμά τους. Για οποιοδήποτε τόπο γίνεται αναφορά, διασταυρώνει κάθε προγενέστερη πληροφορία που έχει σωθεί, από τους αρχαίους γεωγράφους, τον Στράβωνα, τον Πλούταρχο, τον Νέαρχο, αλλά και οποιαδήποτε αναφορά υπάρχει στον Όμηρο, τον Ησίοδο κλπ. και μάλιστα επαληθεύονται στο σύνολο τους ως απόλυτα σωστές.
Στο βιβλίο, εκτός από τις περιγραφές των τόπων και των λαών που επισκέφτηκε διατυπώνει τις δικές του θεωρίες και συμπεράσματα για όλες τις μεγάλες, κοσμοϊστορικές μετακινήσεις των αρχαίων φίλων που έγιναν από κατακλυσμού κόσμου καθώς και για τα σημαντικότερα μετεωρολογικά φαινόμενα του πλανήτη. Επίσης είναι από τους πρώτους ερευνητές που μελετάει και συσχετίζει όλα τα σωζόμενα ημερολόγια (χριστιανικό, ιουδαϊκό, περσικό κλπ.) και εντοπίζει την ακριβή ημερομηνία μιας σειράς μεγάλων ιστορικών γεγονότων (τρωικός πόλεμος, έξοδος των Ιουδαίων από την Αίγυπτο) με βάση το δικό μας.
Το βιβλίο του όμως εκτός όλων αυτών είναι γραμμένο με ένα βαθιά ουμανιστικό χαρακτήρα, ενώ από τη αρχή ξεκαθαρίζει την εχθρική του στάση όσο αφορά τον σύγχρονο πολιτισμό και την αποικιοκρατία, που αντί να εκπολιτίζει τους πρωτόγονους λαούς τους οδηγεί στην υποδούλωση. Πρέπει να πούμε εδώ ότι οι εξερευνήσεις την εποχή εκείνη που γίνονταν μόνο από τις ισχυρές χώρες είχαν σαν στόχο την εύρεση νέων εδαφών για την εξάπλωση της αποικιοκρατίας, ακόμα και το δουλεμπόριο, πράγματα που ο Ποταγός τα στηλιτεύει ανελέητα.
Αποτελεί σίγουρα μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Ποταγός μπόρεσε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» του, που περιλαμβάνει την εξιστόρηση των ταξιδιών του. Ο δεύτερος τόμος (όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του πρώτου) θα περιείχε την περιγραφή των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και της ιστορίας των λαών που γνώρισε.
Δυστυχώς η μικροψυχία και η ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους τότε, που –παρά τις επίμονες προσπάθειες και διαβήματα του Ποταγού- δεν βοήθησε να πραγματοποιηθεί η έκδοση αυτή, στέρησε την νεοελληνική βιβλιογραφία από έναν πολύτιμο θησαυρό. Κατά τον Φώτη Κόντογλου (ο οποίος στο έργο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού – διαβάστε απόσπασμα του βιβλίου εδώ), τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρισκόταν στο σπίτι του Ποταγού στις Νυφές της Κέρκυρας καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του!
«Γύρεψα να’βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου’ πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους».
Δεν είναι όμως οι μόνοι. Υπήρξαν πολλοί ακόμα, οι οποίοι για διάφορους λόγους έμειναν στην αφάνεια.
Ο Παναγιώτης Ποταγός, ο μεγάλος αυτός Έλληνας εξερευνητής ο οποίος θεωρήθηκε εφάμιλλος, αν όχι και καλύτερος από τον Ντέηβιντ Λίβινγκστον, είχε την ατυχία να γεννηθεί στην Ελλάδα και όπως γίνεται σχεδόν πάντα με τους μεγάλους της πατρίδας μας, το κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον εξαφανίσει. Το εξερευνητικό του έργο είναι τεράστιο. Ευτυχώς, πρόλαβε να εκδώσει το πρώτο από τα δύο βιβλία που προετοίμαζε κι έτσι εμείς έχουμε μια δική του παρακαταθήκη. Τα χειρόγραφα του δεύτερου βιβλίου… καλύτερα να διαβάσετε παρακάτω.
Ο Παναγιώτης Ποταγός (1839-1903), υπήρξε ένας από τους κορυφαίος γεωγράφους όλων των εποχών, αλλά και ανθρωπολόγος, φιλόσοφος, ιστορικός και ιατρός. Είναι και ο μόνος που δικαιούται τον χαρακτηρισμό του εξερευνητή. Ο Παναγιώτης Ποταγός, με άλογα και πεζός διέσχισε, στο β΄ μισό του 1800, την Ασία και την Αφρική. Οι μελέτες του εκδόθηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία και αποτελούν, μέχρι σήμερα, βασική βιβλιογραφική πηγή για τους ιστορικούς μελετητές και τους Λαογράφους.
Ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν για τον λαμπρό αυτό άνθρωπο, με τον μυθιστορηματικό βίο. Ο οποίος, μόνος του, χωρίς καμία κρατική συμπαράσταση, πράγμα ανήκουστο την εποχή εκείνη για τέτοια εγχειρήματα, ξεκίνησε το 1867 από την γενέτειρά του την Βυτίνα και μέχρι το 1883 διέσχισε, με το άλογο και με τα πόδια, όλη την Ασία, περνώντας από την Μέση Ανατολή, το Ιράκ, την Περσία, το Αφγανιστάν, την Κίνα και την Μογγολία, φτάνοντας ως τα Ιμαλάια και την Σιβηρία.
Κατόπιν έβαλε γραμμή για την Αφρική εξερευνώντας τα άγνωστα –τότε- βάθη της Μαύρης Ηπείρου και την ζούγκλα του Κονγκό όπου ανακάλυψε το παραποτάμιο δίκτυο του ποταμού Κόγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (1875). Σε επόμενο ταξίδι του στο Αφγανιστάν σταμάτησε, με το κύρος του, τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνονταν στη χώρα. Το γεωγραφικό του έργο, αναγνωρίστηκε επίσημα από την Γαλλική Γεωγραφική Εταιρία (η οποία ήταν και ή σημαντικότερη της εποχής και τον κατέταξε ανάμεσα στους μεγαλύτερους γεωγράφους Stanley και Livingston).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου, “ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός – περπατώντας μήνες και χρόνια για νά ‘βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής…”, κάνει τρία εξερευνητικά ταξίδια δια ξηράς: Από τα τέλη Nοεμβρίου του 1867 μέχρι το 1873, οδοιπόρος ή έφιππος, διασχίζει την Ασία, φτάνει ως την Kίνα και από κει περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη, όπου παραμένει και εργάζεται ως γιατρός σχεδόν ένα χρόνο.
Τον επόμενο Γενάρη ταξιδεύει στο Σουέζ για να φύγει προς Ινδίες, Περσία, Αφγανιστάν• ανιχνεύει τη Βιβλική γεωγραφία και, τέλος, με έδρα το Kάιρο, εξερευνά την κεντρική Αφρική, ώσπου επιστρέφει στην Αθήνα μετά από μία πενταετία…
Αυτός ο σύγχρονος «Οδυσσέας της Ασίας και της Αφρικής» εξακολουθεί ακόμα μέχρι και σήμερα να τυγχάνει της βαθύτατης περιφρόνησης της Ελληνικής Πολιτείας, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς από ορισμένους γνώστες και φίλους του έργου του.
Ο ίδιος πέθανε πάμφτωχος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα 17 τελευταία χρόνια της ζωής του, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους. Η μοναδική του φωτογραφία βρέθηκε και σώθηκε από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος και διέσωσε τη μνήμη του γράφοντας σχετικά γι’ αυτόν και ζωγραφίζοντάς τον καθισμένο σταυροπόδι και φορώντας ανατολίτικη φορεσιά, στο βιβλίο του «Φημισμένοι άντρες και Λησμονημένοι».
Στο βιβλίο αυτό ο Ποταγός περιγράφει τα τρία κύρια ταξίδια του, τα δύο στην Ασία και το ένα στην Αφρική. «…Έφιππος επί του ίππου μου Mουνσίμπαση, και ακολουθούμενος υπό του ετέρου μου ίππου Kουσούλ προυχώρουν εν τη λεωφόρω μόνος… προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις κινδύνους», γράφει ο Ποταγός, φροντίζοντας εγκαίρως να ξεκαθαρίσει ότι «οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν αναγνώστας• διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας αληθείας» περιδιαβαίνοντας «τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν, προς τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων» να τις σχετίσει…
Παρά τις 700 περίπου σελίδες του πρωτότυπου έργου, αυτό ονομάζεται Περίληψις Περιηγήσεων, γιατί αποτελεί μια συμπυκνωμένη καταγραφή του μεγαλειώδους έργου του Ποταγού. Όπως αναφέρει και ο ίδιος σκόπευε στην έκδοση και άλλων τόμων με αναλυτικότερες πληροφορίες για την ζωή, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα των λαών που επισπεύτηκε και των τόπων που εξερεύνησε. Δυστυχώς, όμως και παρά τις επίμονες συστάσεις της Γαλλικής Ακαδημίας προς το Ελληνικό Κράτος να σταθεί αρωγός στην εκπλήρωση του έργου του Ποταγού κανείς δεν ενδιαφέρθηκε.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο. Μέσα από τις σελίδες το, ο ίδιος ο Ποταγός μας δίνει ένα βασικό κίνητρο που τον οδήγησε στην απόφαση της πραγματοποίησης των εξερευνητικών του ταξιδιών. Το κίνητρο αυτό, που έχει χαρακτήρα αρνητικό, ήτανε -σύμφωνα με τα λεγόμενα του- η ανάγκη φυγής από μία ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά και που δεν έπαψε να στιγματίζει, με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητα του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και τον ίδιο. Εκτός από την εχθρότητα του προς το καθεστώς, μεγάλη παρουσιάζεται και η απέχθεια του Ποταγού για τον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών φατριών και το χαμηλό πολιτικο-κοινωνικό αλλά και ηθικό επίπεδο του λαού .
Εντούτοις πολλά είναι τα στοιχεία που φανερώνουν ότι για το μεγάλο εξερευνητικό εγχείρημα του Ποταγού δεν λειτούργησε μόνο αυτό το (αρνητικό) κίνητρο της απογοήτευσης και της φυγής από μία απεχθή πραγματικότητα, ούτε απλά ο συνδυασμός μίας τέτοιας φυγής με την αναζήτηση της περιπέτειας και του «ζην επικινδύνως».
Με άλλα λόγια, ο Ποταγός δεν έγινε εξερευνητής για ανάλογους λόγους που κάποιοι επιλέγουν την ίδια εποχή την Λεγεώνα των Ξένων.
Στις περιγραφές των ταξιδιών του διασώζεται ένα πλήθος πληροφοριών για τους λαούς που συνάντησε, την ιστορική τους καταγωγή, τα ήθη και έθιμά τους. Για οποιοδήποτε τόπο γίνεται αναφορά, διασταυρώνει κάθε προγενέστερη πληροφορία που έχει σωθεί, από τους αρχαίους γεωγράφους, τον Στράβωνα, τον Πλούταρχο, τον Νέαρχο, αλλά και οποιαδήποτε αναφορά υπάρχει στον Όμηρο, τον Ησίοδο κλπ. και μάλιστα επαληθεύονται στο σύνολο τους ως απόλυτα σωστές.
Στο βιβλίο, εκτός από τις περιγραφές των τόπων και των λαών που επισκέφτηκε διατυπώνει τις δικές του θεωρίες και συμπεράσματα για όλες τις μεγάλες, κοσμοϊστορικές μετακινήσεις των αρχαίων φίλων που έγιναν από κατακλυσμού κόσμου καθώς και για τα σημαντικότερα μετεωρολογικά φαινόμενα του πλανήτη. Επίσης είναι από τους πρώτους ερευνητές που μελετάει και συσχετίζει όλα τα σωζόμενα ημερολόγια (χριστιανικό, ιουδαϊκό, περσικό κλπ.) και εντοπίζει την ακριβή ημερομηνία μιας σειράς μεγάλων ιστορικών γεγονότων (τρωικός πόλεμος, έξοδος των Ιουδαίων από την Αίγυπτο) με βάση το δικό μας.
Το βιβλίο του όμως εκτός όλων αυτών είναι γραμμένο με ένα βαθιά ουμανιστικό χαρακτήρα, ενώ από τη αρχή ξεκαθαρίζει την εχθρική του στάση όσο αφορά τον σύγχρονο πολιτισμό και την αποικιοκρατία, που αντί να εκπολιτίζει τους πρωτόγονους λαούς τους οδηγεί στην υποδούλωση. Πρέπει να πούμε εδώ ότι οι εξερευνήσεις την εποχή εκείνη που γίνονταν μόνο από τις ισχυρές χώρες είχαν σαν στόχο την εύρεση νέων εδαφών για την εξάπλωση της αποικιοκρατίας, ακόμα και το δουλεμπόριο, πράγματα που ο Ποταγός τα στηλιτεύει ανελέητα.
Αποτελεί σίγουρα μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Ποταγός μπόρεσε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» του, που περιλαμβάνει την εξιστόρηση των ταξιδιών του. Ο δεύτερος τόμος (όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του πρώτου) θα περιείχε την περιγραφή των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και της ιστορίας των λαών που γνώρισε.
Δυστυχώς η μικροψυχία και η ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους τότε, που –παρά τις επίμονες προσπάθειες και διαβήματα του Ποταγού- δεν βοήθησε να πραγματοποιηθεί η έκδοση αυτή, στέρησε την νεοελληνική βιβλιογραφία από έναν πολύτιμο θησαυρό. Κατά τον Φώτη Κόντογλου (ο οποίος στο έργο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού – διαβάστε απόσπασμα του βιβλίου εδώ), τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρισκόταν στο σπίτι του Ποταγού στις Νυφές της Κέρκυρας καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του!
«Γύρεψα να’βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου’ πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους».