Τι πρέπει να γνωρίζουμε για το νομικό πλαίσιο που διέπει τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις
Η αγορά και πώληση ενός Internet domain name είναι ενέργειες που συχνά συγκρίνονται με την αγορά και πώληση ενός ακινήτου.
Είναι μία καλή σύγκριση σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη μία συναλλαγής domain name να μπορούν να κατανοήσουν τη βιομηχανία της κοινωνίας της πληροφορίας και του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Εξαιτίας του γλωσσικού χαρακτήρα του domain name, είναι ζωτικής σημασίας να ληφθεί υπόψη ότι δίκαιο των εμπορικών σημάτων σε σχέση με τις συναλλαγές με domain names.
Ο καθένας μπορεί να αγοράσει ένα domain name εφόσον δεν παραβιάζει τα δικαιώματα που έχουν τα τρίτα μέρη επί εμπορικών σημάτων.
Οι πωλητές των domain names πρέπει να κατανοήσουν ότι εμπίπτει στη δική τους ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι το domain name που μεταβιβάζουν σε ένα άλλο πρόσωπο είναι ελεύθερο από παραβιάσεις εμπορικών σημάτων προτού αρχίσουν την προώθηση αυτού του domain name προκειμένου να το πωλήσουν.
Υπό αυτήν την έννοια, η άγνοια νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τους πωλητές των domain names!
Από την άποψη του ιδιοκτήτη ενός εμπορικού σήματος (trade mark), πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το να είναι κανείς ο ιδιοκτήτης ενός εμπορικού σήματος (trade mark) δεν σημαίνει ότι αυτός έχει επίσης και νόμιμη αξίωση επί του αντίστοιχου domain name .
Η ιδιοκτησία επί ενός έγκυρου εμπορικού σήματος (trade mark), είναι μόνο μία από τις τρεις προϋποθέσεις που κάποιος πρέπει να πληροί προκειμένου να κερδίσει την ιδιοκτησία ενός domain name διαμέσου της Κοινής Πολιτικής Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers), ήτοι, την πολιτική που ρυθμίζει τις ιδιοκτησιακές διαφορές σε σχέση με τα Top Level Domain Names (όπως είναι τα .com, .biz, .org, net. και info.).
Εξίσου σημαντικές είναι και οι προϋποθέσεις ότι ο domain name registrant δεν έχει νόμιμα συμφέροντα επί του domain name και ότι ο domain name registrant αποδείχθηκε ότι απέκτησε το domain name με κακή πίστη. Αμφότερες οι προϋποθέσεις πρέπει να αποδειχθούν, εκτός βέβαια από την απλή απόκτηση (registration) του domain name.
Κατά τη διάρκεια μίας διαφοράς με domain name, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος ενάγει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και χάνει την σχετική υπόθεση, οι πιθανότητες αυτό το μέρος να μπορέσει να αγοράσει το domain name από τον παρόντα ιδιοκτήτη, μειώνονται σε σημαντικό βαθμό.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μερικές από τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers) εναντίον ιδιοκτητών domain names μπορούν να καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα αντίστροφης πρακτικής του domain name hijacking- στην οποία οι ιδιοκτήτες των εμπορικών σημάτων (trade marks) προσπαθούν κακόπιστα να χρησιμοποιήσουν την προσφερόμενη Κοινή Πολιτική Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN ώστε λανθασμένα να χτυπήσουν τον νόμιμο registrant και ιδιοκτήτη του πιο δημοφιλούς domain name, απλά επειδή ο ενάγων (complainant) έχει στην ιδιοκτησία του ένα εμπορικό σήμα (trade mark) που αποτελεί μέρος ενός domain name ή έχει στην ιδιοκτησία του ένα εμπορικό σήμα (trade mark) παρόμοιο με το domain name.
Εκτός από τα πιθανά δικαιώματα επί εμπορικών σημάτων (trade marks) τρίτων μερών και τον έλεγχο της ιδιοκτησίας του domain name όταν κάποιος έχει εξασφαλίσει μία συμφωνία για την αγορά ενός domain name, ειδικά ενός domain name μεγάλης οικονομικής αξίας, είναι ζωτικής σημασίας να γίνει ο ενδελεχής έλεγχος των απαιτούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων του πωλητή του domain name.
Η πιο σημαντική έρευνα που κάποιος χρειάζεται να κάνει είναι να εξασφαλίσει το ότι το domain name ανήκει στην ιδιοκτησία του συμβαλλόμενου μέρους που ισχυρίζεται ότι το έχει και δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι να ελέγξει ότι και άλλες προϋποθέσεις πληρούνται, όπως οι σχετικές με το traffic/Page Rank/directory listings προϋποθέσεις.
Όταν έχει κανείς ένα Domaintools.com account, αυτό επιτρέπει στο συμβαλλόμενο μέρος που ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει το domain name να κάνει τη σχετική έρευνα για το πωλούμενο domain name (Who is History).
Επίσης, η επιβεβαίωση άλλων στοιχείων του domain name, όπως η κυκλοφορία στο ίντερνετ, η αξιολόγηση σελίδας που αντιστοιχεί στο domain name ή τα inbound links αποτελούν σημαντικά στοιχεία για μία επιτυχημένη συναλλαγή με domain name.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι το εξής: Ενώ είναι δελεαστικό να αγοραστεί ένα παλιό domain name για μία πληθώρα λόγων, τα χρήματα που επενδύονται για αυτό πρέπει να παρουσιάζουν την πιθανότητα να αποφέρουν κέρδος στο μέλλον και αυτό θα συμβεί εάν το συγκεκριμένο URL έχει την προοπτική να φέρει νέο εισόδημα.
Τα παλιά domain names, τα οποία ελαφρώς εμφιλοχωρούν κινδύνους, συχνά θα απογοητεύσουν σε μία δεύτερη πώληση.
– Αναδημοσίευση της Χρύσας Τσιώτση, δικηγόρου εξειδικευμένη στο δίκαιο του ίντερνετ και των τηλεπικοινωνιών, LLM in Information Technology and Telecommunications Law – University of Strathclyde – Glasgow – U.K, από το Times of Malta.-
newsbeast.gr
Η αγορά και πώληση ενός Internet domain name είναι ενέργειες που συχνά συγκρίνονται με την αγορά και πώληση ενός ακινήτου.
Είναι μία καλή σύγκριση σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη μία συναλλαγής domain name να μπορούν να κατανοήσουν τη βιομηχανία της κοινωνίας της πληροφορίας και του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Εξαιτίας του γλωσσικού χαρακτήρα του domain name, είναι ζωτικής σημασίας να ληφθεί υπόψη ότι δίκαιο των εμπορικών σημάτων σε σχέση με τις συναλλαγές με domain names.
Ο καθένας μπορεί να αγοράσει ένα domain name εφόσον δεν παραβιάζει τα δικαιώματα που έχουν τα τρίτα μέρη επί εμπορικών σημάτων.
Οι πωλητές των domain names πρέπει να κατανοήσουν ότι εμπίπτει στη δική τους ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι το domain name που μεταβιβάζουν σε ένα άλλο πρόσωπο είναι ελεύθερο από παραβιάσεις εμπορικών σημάτων προτού αρχίσουν την προώθηση αυτού του domain name προκειμένου να το πωλήσουν.
Υπό αυτήν την έννοια, η άγνοια νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τους πωλητές των domain names!
Από την άποψη του ιδιοκτήτη ενός εμπορικού σήματος (trade mark), πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το να είναι κανείς ο ιδιοκτήτης ενός εμπορικού σήματος (trade mark) δεν σημαίνει ότι αυτός έχει επίσης και νόμιμη αξίωση επί του αντίστοιχου domain name .
Η ιδιοκτησία επί ενός έγκυρου εμπορικού σήματος (trade mark), είναι μόνο μία από τις τρεις προϋποθέσεις που κάποιος πρέπει να πληροί προκειμένου να κερδίσει την ιδιοκτησία ενός domain name διαμέσου της Κοινής Πολιτικής Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers), ήτοι, την πολιτική που ρυθμίζει τις ιδιοκτησιακές διαφορές σε σχέση με τα Top Level Domain Names (όπως είναι τα .com, .biz, .org, net. και info.).
Εξίσου σημαντικές είναι και οι προϋποθέσεις ότι ο domain name registrant δεν έχει νόμιμα συμφέροντα επί του domain name και ότι ο domain name registrant αποδείχθηκε ότι απέκτησε το domain name με κακή πίστη. Αμφότερες οι προϋποθέσεις πρέπει να αποδειχθούν, εκτός βέβαια από την απλή απόκτηση (registration) του domain name.
Κατά τη διάρκεια μίας διαφοράς με domain name, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος ενάγει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και χάνει την σχετική υπόθεση, οι πιθανότητες αυτό το μέρος να μπορέσει να αγοράσει το domain name από τον παρόντα ιδιοκτήτη, μειώνονται σε σημαντικό βαθμό.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μερικές από τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers) εναντίον ιδιοκτητών domain names μπορούν να καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα αντίστροφης πρακτικής του domain name hijacking- στην οποία οι ιδιοκτήτες των εμπορικών σημάτων (trade marks) προσπαθούν κακόπιστα να χρησιμοποιήσουν την προσφερόμενη Κοινή Πολιτική Επίλυσης Διαφορών (Uniform Dispute Resolution Policy) του ICANN ώστε λανθασμένα να χτυπήσουν τον νόμιμο registrant και ιδιοκτήτη του πιο δημοφιλούς domain name, απλά επειδή ο ενάγων (complainant) έχει στην ιδιοκτησία του ένα εμπορικό σήμα (trade mark) που αποτελεί μέρος ενός domain name ή έχει στην ιδιοκτησία του ένα εμπορικό σήμα (trade mark) παρόμοιο με το domain name.
Εκτός από τα πιθανά δικαιώματα επί εμπορικών σημάτων (trade marks) τρίτων μερών και τον έλεγχο της ιδιοκτησίας του domain name όταν κάποιος έχει εξασφαλίσει μία συμφωνία για την αγορά ενός domain name, ειδικά ενός domain name μεγάλης οικονομικής αξίας, είναι ζωτικής σημασίας να γίνει ο ενδελεχής έλεγχος των απαιτούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων του πωλητή του domain name.
Η πιο σημαντική έρευνα που κάποιος χρειάζεται να κάνει είναι να εξασφαλίσει το ότι το domain name ανήκει στην ιδιοκτησία του συμβαλλόμενου μέρους που ισχυρίζεται ότι το έχει και δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι να ελέγξει ότι και άλλες προϋποθέσεις πληρούνται, όπως οι σχετικές με το traffic/Page Rank/directory listings προϋποθέσεις.
Όταν έχει κανείς ένα Domaintools.com account, αυτό επιτρέπει στο συμβαλλόμενο μέρος που ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει το domain name να κάνει τη σχετική έρευνα για το πωλούμενο domain name (Who is History).
Επίσης, η επιβεβαίωση άλλων στοιχείων του domain name, όπως η κυκλοφορία στο ίντερνετ, η αξιολόγηση σελίδας που αντιστοιχεί στο domain name ή τα inbound links αποτελούν σημαντικά στοιχεία για μία επιτυχημένη συναλλαγή με domain name.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι το εξής: Ενώ είναι δελεαστικό να αγοραστεί ένα παλιό domain name για μία πληθώρα λόγων, τα χρήματα που επενδύονται για αυτό πρέπει να παρουσιάζουν την πιθανότητα να αποφέρουν κέρδος στο μέλλον και αυτό θα συμβεί εάν το συγκεκριμένο URL έχει την προοπτική να φέρει νέο εισόδημα.
Τα παλιά domain names, τα οποία ελαφρώς εμφιλοχωρούν κινδύνους, συχνά θα απογοητεύσουν σε μία δεύτερη πώληση.
– Αναδημοσίευση της Χρύσας Τσιώτση, δικηγόρου εξειδικευμένη στο δίκαιο του ίντερνετ και των τηλεπικοινωνιών, LLM in Information Technology and Telecommunications Law – University of Strathclyde – Glasgow – U.K, από το Times of Malta.-
newsbeast.gr