Πόσοι άνθρωποι μπορούν άραγε να χωρέσουν μέσα σε ένα πηγάδι; Μη βιαστείς να απαντήσεις!
Η πρώτη ματιά θα σε γελάσει όπως έκανε με μένα όταν ήμουν μικρός.
του Στρατή Μαζίδη
Τώρα όμως μπορώ να ισχυριστώ άνετα ότι χωράει και δέκα εκατομμύρια ψυχές. Στριμωγμένες, στιβαγμένες, τσαλαπατημένες, βιασμένες και κατατρεγμένες.
Καμιά φορά τις νύχτες μπορεί να τις ακούσεις να ουρλιάζουν από την απόγνωση, το φόβο και την απελπισία.
Βλέπεις καμιά τους δεν το περίμενε. Μια νύχτα τις πέταξαν μέσα στο βαθύ πηγάδι. Τις παραμύθιασαν πως πρόκειται για πισίνα.
Και πριν καλά καλά το καταλάβουν ΜΠΟΥΠ! Έκλεισε το καπάκι ώστε οι ηλιαχτίδες να μη φθάνουν την άβυσσο.
Ορισμένες άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη. Τότε, σε κάποια στιγμή οι υπόλοιπες πήγαν κάτι να κάνουν. Προσπάθησαν να βγουν. Το καπάκι άρχισε να τρεμοπαίζει. Οι φύλακες φοβήθηκαν από το φόβο τους. Έκαναν πίσω με τρεμάμενα πόδια. Φοβόντουσαν τις ψυχές που θα έβγαιναν πάλι στην επιφάνεια και θα τους τιμωρούσαν.
Είχαν ανέβει σχεδόν όλο το πηγάδι. Λίγα μέτρα απέμεναν και ξαφνικά σωριάστηκαν όλες ξανά κάτω.
Αρκετές, σχεδόν οι μισές φοβήθηκαν να αντικρίσουν πάλι το φως του ήλιου. Είχαν μάθει να ζουν στο σκοτάδι.
Οι φύλακες εξεπλάγησαν. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Τα αφεντικά τους πρόσταξαν να τρέξουν γρήγορα και να κλειδώσουν καλά το καπάκι του φρέατος.
Και κάπως έτσι, σ’ένα βαθύ πηγάδι, το χουνε κλειστό, μύρισε το σκοτάδι κι όλη η αβυσσό.
Μύρισε από το Θάνατο που τριγυρίζει όλο και πιο συχνά έναν κάποτε ζωντανό τόπο με ιδιόμορφες αλλά και ξεχωριστές ψυχές.
πηγή
Η πρώτη ματιά θα σε γελάσει όπως έκανε με μένα όταν ήμουν μικρός.
του Στρατή Μαζίδη
Τώρα όμως μπορώ να ισχυριστώ άνετα ότι χωράει και δέκα εκατομμύρια ψυχές. Στριμωγμένες, στιβαγμένες, τσαλαπατημένες, βιασμένες και κατατρεγμένες.
Καμιά φορά τις νύχτες μπορεί να τις ακούσεις να ουρλιάζουν από την απόγνωση, το φόβο και την απελπισία.
Βλέπεις καμιά τους δεν το περίμενε. Μια νύχτα τις πέταξαν μέσα στο βαθύ πηγάδι. Τις παραμύθιασαν πως πρόκειται για πισίνα.
Και πριν καλά καλά το καταλάβουν ΜΠΟΥΠ! Έκλεισε το καπάκι ώστε οι ηλιαχτίδες να μη φθάνουν την άβυσσο.
Ορισμένες άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη. Τότε, σε κάποια στιγμή οι υπόλοιπες πήγαν κάτι να κάνουν. Προσπάθησαν να βγουν. Το καπάκι άρχισε να τρεμοπαίζει. Οι φύλακες φοβήθηκαν από το φόβο τους. Έκαναν πίσω με τρεμάμενα πόδια. Φοβόντουσαν τις ψυχές που θα έβγαιναν πάλι στην επιφάνεια και θα τους τιμωρούσαν.
Είχαν ανέβει σχεδόν όλο το πηγάδι. Λίγα μέτρα απέμεναν και ξαφνικά σωριάστηκαν όλες ξανά κάτω.
Αρκετές, σχεδόν οι μισές φοβήθηκαν να αντικρίσουν πάλι το φως του ήλιου. Είχαν μάθει να ζουν στο σκοτάδι.
Οι φύλακες εξεπλάγησαν. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Τα αφεντικά τους πρόσταξαν να τρέξουν γρήγορα και να κλειδώσουν καλά το καπάκι του φρέατος.
Και κάπως έτσι, σ’ένα βαθύ πηγάδι, το χουνε κλειστό, μύρισε το σκοτάδι κι όλη η αβυσσό.
Μύρισε από το Θάνατο που τριγυρίζει όλο και πιο συχνά έναν κάποτε ζωντανό τόπο με ιδιόμορφες αλλά και ξεχωριστές ψυχές.
πηγή