Πόσες κοινότοπες και βαρετά επαναλαμβανόμενες- εν γνώσει μας ως προς τη μονοτονία τους- παρασκευιάτικες εξόδους είναι αναγκαίες για να νιώσουμε ότι υποκαθιστούν με επιτυχία την έλλειψη σκοπού που να μας συναρπάζει και να μας κινητροδοτεί στην καθημερινότητά μας;
Πόσες δόσεις φόβου και ανασφάλειας χρειαστήκαμε για να πειστούμε ότι πρέπει να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, πιο υποταγμένοι, πιο αντικοινωνικοί και άρα πιό μόνοι;
Πόσες εκπομπές χυδαίας αποβλάκωσης, όπου η γόβα της κυρίας τάδε αναδεικνύεται σε θέμα πολύωρης συζήτησης αντέξαμε να παρακολουθήσουμε;
Πόσα δελτία ειδήσεων είδαμε εν γνώσει μας ότι ψεύδονται ασύστολα;
Πόσα ανόητα σουξέ επιπέδου δημοτικού απαιτούνται για να ξεχάσουμε τι σημαίνει τέχνη και για να δικαιώσουμε την αισθητική της χούντας;
Πόσα στερεότυπα σε κάθε επίπεδο της σκέψης μας, κληροδοτημένα από τις 30- 40- 50- 60 συμβουλές του “καλού εραστή”, “πετυχημένου άντρα”, “γοητευτικής γυναίκας”, “ακαταμάχητου θηλυκού” χωράνε στα κεφάλια μας;
Μια ολόκληρη γενιά και εν γένει μια ολόκληρη κοινωνία ναρκώνεται, εθίζεται στα πλέον σκληρά ναρκωτικά εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια, τόσο στην περίοδο της φούσκας, όσο και στην τωρινή της κρίσης. Για την ακρίβεια η γενιά μας ξεκίνησε τα ναρκωτικά όταν “απογειωνόταν” η Ελλάδα των τραπεζιτών και των υπηρεσιών, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού της φούσκας.
Όχι δεν είναι κακό να θέλει κανείς να είναι ανέμελος. Να ασχολείται και με πιο “ελαφριά” πράγματα. Εδώ όμως συνέβη κάτι πολύ διαφορετικό: κυρίως από τις αρχές του ’90 το κατεστημένο της χώρας, με κύριο όπλο το καρτέλ των ΜΜΕ και λογής έντυπα λίγο αργότερα από τη μια απαξίωσαν κάθε μορφή λαϊκής συμμετοχής- κόμματα, συνδικάτα, φοιτητικό κίνημα, δημόσιο χώρο εν γένει- φυσικά εν μέρει αξιοποιώντας παραφθορές των εν λόγω μορφών συμμετοχής και από την άλλη προώθησαν ως κυρίαρχες τις πλέον στερεοτυπικές και κοινότοπες αντιλήψεις για το δημόσιο βίο αρχικά αλλά και για την προσωπική ζωή καθενός αργότερα.
Τα κυρίαρχα στερεότυπα ήταν πρώτον, η καριέρα που αποτυπώνεται σε λεφτά και πρόσκαιρη, κενή περιεχομένου δημοσιότητα.
Δεύτερον, η ατομιστική θεώρηση των πραγμάτων και συνεπώς η απόσυρση από όποια- ούτως ή άλλως δυσφημησμένη- συλλογική δραστηριότητα μπορούσε να χαλάσει την ατομική καλοπέραση και φυσικά που αμφισβητούσε τον κυρίαρχο μύθο της “ισχυρής Ελλάδας” και του καπιταλιστικού μονοδρόμου.
Τρίτον, στη βάση των δύο παραπάνω η διαρκής ανάγκη επιβεβαίωσης του ατόμου δια των επαγγελματικών, ερωτικών και εν γένει κοινωνικών επαφών του, που ακριβώς θα εκπληρωνόταν- η επιβεβαίωση- με την πιστή αντιγραφή συγκεκριμένων προτύπων συμπεριφοράς.
Με άλλα λόγια η ματαιοδοξία, η κενότητα, η επιφανειακότητα και η ανασφάλεια έγιναν τα βασικά κίνητρα συμπεριφοράς. Οι συλλογικές κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές κατ’ ουσίαν απαξιώθηκαν και υποχώρησαν μπροστά στο πρότυπο ενός βαθιά μοναχικού ατόμου, που ακριβώς επειδή έχανε την πολιτική και κοινωνική του διάσταση αλλοτριωνόταν ραγδαία, πολύ εντονότερα και βαθύτερα από όσο παλιότερα.
Το αλλοτριωμένο, μοναχικό άτομο βεβαίως, που δε βλέπει τίποτα πέρα από την εξώπορτα του σπιτιού του, που έχει εθιστεί να ακολουθεί ακόμα και στον πλέον προσωπικό τομέα του βίου του καθοδηγούμενα πρότυπα δεν μπορεί παρά να έχει την ανάγκη ισχυρών ναρκωτικών. Τέτοια ναρκωτικά ήταν η γέννηση και η κάλυψη ανύπαρκτων κατ’ ουσίαν καταναλωτικών αναγκών, βάσει αυτών η κοινωνική επίδειξη και ψεύτο- καταξίωση, οι ευτελείς διασκεδάσεις και η στροφή σε μια ανόητα αλαζονική ιδιωτικότητα.
Τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήραν όλα τα παραπάνω και ως πολύ ισχυρά μέσα που επικαθορίζουν εν τέλει και το σκοπό τα μεγέθυναν. Δεν υπάρχει ίσως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τις φωτογραφίες προφίλ στο facebook. Μια καταρχήν πολύ αθώα ιδέα, το να μοιράζεσαι προσωπικές σου στιγμές με φίλους σου μετατρέπεται σε μια ναρκισσιστική επίδειξη από επιτηδευμένες πόζες, γιατί εν τέλει το ίδιο το μέσο μαζί με τα κυρίαρχα στερεότυπα σε καθοδηγεί. Κυρίως όμως, το αλλοτριωμένο μοναχικό άτομο όταν χάνει- όπως συμβαίνει σήμερα- τα υποκατάστατά του, τα ναρκωτικά του ανακαλύπτει τη μοναξιά του και τη δυστυχία του.
Η φτώχεια, η ανεργία, η ανασφάλεια, η απώλεια του βιοτικού επιπέδου που είχε ή προσδοκούσε ότι θα αποκτούσε κάποιος, ή η απειλή όλων των παραπάνω μας βρίσκει χωρίς συλλογικότητες, χωρίς θέσεις αντίστασης, χωρίς μια έστω σχετική μόρφωση. Κυρίως όμως και εξαιτίας των ανωτέρω χωρίς ένα σκοπό που να υπερβαίνει τα προσωπικά αδιέξοδα ή άγχη και που να νοηματοδοτεί το άτομο ως μέρος μιας συλλογικότητας, μιας γενιάς με πολιτικούς όρους. Δηλαδή μιας ευρείας ομάδας ανθρώπων που μοιράζεται την αίσθηση ενός ιστορικού πεπρωμένου το οποίο αποτελεί ευθύνη της να εκπληρώσει και που τη σφραγίζει.
Η έλλειψη σκοπού οδηγεί σε έλλειψη προσανατολισμού και τελικά στο ισχυρότερο και καταστροφικότερο ναρκωτικό: στο φόβο. Ο φόβος σε κάνει παθητικό, υποταγμένο, αδύναμο και κυρίως έχει μακρόχρονες επιδράσεις: γεννά μια κουλτούρα παθητικότητας, περίκλειστη, με τάσεις αναχωρητισμού από τη δημόσια σφαίρα και εσωτερίκευσης. Ο μακρόχρονος φόβος μιας κοινωνίας τη διαστρέφει και ματαιώνει τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις της.
Σήμερα λοιπόν χρειαζόμαστε αντιστροφή πορείας. Αλλά αυτή η δουλειά δε γίνεται από μόνη της ή από κάποιους άλλους. Η ύπαρξη συλλογικού σκοπού προϋποθέτει εκπόνηση θέσεων. Η εκπόνηση θέσεων προϋποθέτει δύσκολες συλλογικές διαδικασίες σε εχθρικό περιβάλλον και απέναντι σε έναν ισχυρό αντίπαλο. Και μάλιστα συλλογικές διαδικασίες που να διαμορφώνουν πολιτικό, συλλογικό υποκείμενο και πρόγραμμα δράσης. Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν στην αφετηρία τους την ωριμότητα, την αποφασιστικότητα, την αυτοθυσία και τη στράτευση δυνάμεων που σήμερα είναι ανενεργές ή δρουν κατετμημμένα. Δεν είναι εύκολο. Είναι όμως αναγκαίο.