Ηταν σαν σήμερα πριν από εβδομήντα χρόνια, όταν η Βέρμαχτ έμπαινε στην Αθήνα. Ηταν Κυριακή του Θωμά, η μέρα που ενέπνευσε και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», το μέγα τραγούδι του Τσιτσάνη.
Κυρίως όμως, ήταν η μέρα που ο εύζωνας φρουρός της Ακρόπολης, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, δεν άντεξε την ντροπή της παράδοσης του Ιερού Βράχου στο Γερμανό αξιωματικό και, αντί να υποστείλει την ελληνική σημαία για να την παραδώσει όπως τον είχε διατάξει ο διοικητής της γερμανικής φρουράς, την υποστέλλει τραγουδώντας μόνος μπροστά τους Γερμανούς τον εθνικό ύμνο, τυλίγει με αυτή το σώμα του και αυτοκτονεί πέφτοντας στο κενό.
Σήμερα, ποιος θυμάται τον Κουκίδη; Κανείς φυσικά. Και γιατί να τον θυμόμαστε; Επειδή πήγε και αυτοκτόνησε για να μην παραδώσει την Ακρόπολη στο βάρβαρο κατακτητή; Αστεία πράγματα…
Ηταν ήρωας της παγκόσμιας επανάστασης; Δεν ήταν. Ή μήπως ήταν πολιτικός που πάλευε για τα… δίκαια του λαού και φιλούσε κι αγκάλιαζε όποιον έβρισκε μπροστά του τάζοντας ψέμματα; Ούτε αυτό ήταν.
Μήπως έβαλε χέρι σε κανένα δημόσιο ταμείο να γίνει «μάγκας»; Όχι. Φυσικά, δεν ήταν και περσόνα της τηλεόρασης. Δεν χόρευε, δεν μαγείρευε, δεν έκανε την καρικατούρα, τη γλάστρα ή τον κλόουν στο γυαλί, ούτε ρητόρευε από αυτό – δεν υπήρχε γυαλί άλλωστε…
Μήπως ήταν κρατικοδίαιτος κομματικός συνδικαλιστής να… προασπίζεται τη δημόσια περιουσία με το πάθος που θα προασπιζόταν τη δική του ιδιωτική, προφανώς επειδή τις έχει μπερδέψει; Μπα, ούτε αυτό.
Ε, τέλος πάντων, τι ήταν αυτός ο Κουκίδης; Αφού δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του αξιακού συστήματός μας, ήταν ένα τίποτα. Πολύ καλά έκανε και πήγε και έπεσε από την Ακρόπολη, δικιά του δουλειά.
Και πολύ καλά κάνουμε λοιπόν και εμείς και δεν θυμόμαστε. Τι να θυμηθούμε δηλαδή από έναν τέτοιο ήρωα; Τολμάμε να τον θυμηθούμε; Πρέπει να τον θάψουμε βαθειά στη λήθη. Όταν θα θυμόμαστε τι ήταν αυτός, θα θυμόμαστε αναγκαστικά τι είμαστε κι εμείς. Ασε λοιπόν καλύτερα…
Απλώς, δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι μπορεί να φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ακριβώς επειδή μέσα μας δεν κατοικεί ο Κουκίδης, αλλά όλοι αυτοί οι γελοίοι τύποι, που, σα να μη μας έφταναν οι δικοί μας, έχουμε τώρα πάρει κι «τηλενισχύσεις» από την Τουρκία…
Αλλά αυτό είμαστε πια: αυτό που βλέπουμε καρφωμένοι μαζικά σαν ανώμαλοι μπροστά σ’ ένα άθλιο γυαλί… Κι έτσι, δυστυχώς, δεν βγαίνουν πέρα οι μεγάλες ώρες όπως αυτές που τώρα περνάμε.
…που έχει πάντα συννεφιά, χριστέ και παναγιά μου…
Μαλούχος Γεώργιος Π.
Το Βήμα
Κυρίως όμως, ήταν η μέρα που ο εύζωνας φρουρός της Ακρόπολης, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, δεν άντεξε την ντροπή της παράδοσης του Ιερού Βράχου στο Γερμανό αξιωματικό και, αντί να υποστείλει την ελληνική σημαία για να την παραδώσει όπως τον είχε διατάξει ο διοικητής της γερμανικής φρουράς, την υποστέλλει τραγουδώντας μόνος μπροστά τους Γερμανούς τον εθνικό ύμνο, τυλίγει με αυτή το σώμα του και αυτοκτονεί πέφτοντας στο κενό.
Σήμερα, ποιος θυμάται τον Κουκίδη; Κανείς φυσικά. Και γιατί να τον θυμόμαστε; Επειδή πήγε και αυτοκτόνησε για να μην παραδώσει την Ακρόπολη στο βάρβαρο κατακτητή; Αστεία πράγματα…
Ηταν ήρωας της παγκόσμιας επανάστασης; Δεν ήταν. Ή μήπως ήταν πολιτικός που πάλευε για τα… δίκαια του λαού και φιλούσε κι αγκάλιαζε όποιον έβρισκε μπροστά του τάζοντας ψέμματα; Ούτε αυτό ήταν.
Μήπως έβαλε χέρι σε κανένα δημόσιο ταμείο να γίνει «μάγκας»; Όχι. Φυσικά, δεν ήταν και περσόνα της τηλεόρασης. Δεν χόρευε, δεν μαγείρευε, δεν έκανε την καρικατούρα, τη γλάστρα ή τον κλόουν στο γυαλί, ούτε ρητόρευε από αυτό – δεν υπήρχε γυαλί άλλωστε…
Μήπως ήταν κρατικοδίαιτος κομματικός συνδικαλιστής να… προασπίζεται τη δημόσια περιουσία με το πάθος που θα προασπιζόταν τη δική του ιδιωτική, προφανώς επειδή τις έχει μπερδέψει; Μπα, ούτε αυτό.
Ε, τέλος πάντων, τι ήταν αυτός ο Κουκίδης; Αφού δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του αξιακού συστήματός μας, ήταν ένα τίποτα. Πολύ καλά έκανε και πήγε και έπεσε από την Ακρόπολη, δικιά του δουλειά.
Και πολύ καλά κάνουμε λοιπόν και εμείς και δεν θυμόμαστε. Τι να θυμηθούμε δηλαδή από έναν τέτοιο ήρωα; Τολμάμε να τον θυμηθούμε; Πρέπει να τον θάψουμε βαθειά στη λήθη. Όταν θα θυμόμαστε τι ήταν αυτός, θα θυμόμαστε αναγκαστικά τι είμαστε κι εμείς. Ασε λοιπόν καλύτερα…
Απλώς, δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι μπορεί να φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ακριβώς επειδή μέσα μας δεν κατοικεί ο Κουκίδης, αλλά όλοι αυτοί οι γελοίοι τύποι, που, σα να μη μας έφταναν οι δικοί μας, έχουμε τώρα πάρει κι «τηλενισχύσεις» από την Τουρκία…
Αλλά αυτό είμαστε πια: αυτό που βλέπουμε καρφωμένοι μαζικά σαν ανώμαλοι μπροστά σ’ ένα άθλιο γυαλί… Κι έτσι, δυστυχώς, δεν βγαίνουν πέρα οι μεγάλες ώρες όπως αυτές που τώρα περνάμε.
…που έχει πάντα συννεφιά, χριστέ και παναγιά μου…
Μαλούχος Γεώργιος Π.
Το Βήμα