Γράφει για την "Παρέμβαση"
ο Σεραφείμ Γ. Κωνσταντίνου*
Η πορεία της παιδείας στον τόπο μας ακολούθησε δυστυχώς την διαστρέβλωση και την ισοπέδωση που επέβαλε ο λαϊκισμός στην πολιτική και στη γενικότερη έκφραση της δημόσιας ζωής.
Η υστερόβουλη αντίληψη της μάστιγας του λαϊκισμού διακήρυττε από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ότι «ο αγώνας δικαιώνεται» και η «δικαίωση» αυτή μεταφραζόταν σε αθρόες προσλήψεις και βόλεμα εκατοντάδων χιλιάδων κομματικών φίλων, χωρίς κανένας να εξετάζει την ποιότητα, την αξιοσύνη και τις υπηρεσιακές ανάγκες, όσες αυτοί οι άνθρωποι θα εξυπηρετούσαν. Δεν άργησε να εμπεδωθεί σταδιακά η πεποίθηση, ότι αρκεί να έχεις συνδικαλιστικές «πλάτες» και κομματικά ερείσματα και η καριέρα σου είναι εξασφαλισμένη! Κανένας δεν έθετε ως κριτήριο αυτής της εξέλιξης την ποιότητα και την αυτονόητη αξιολόγηση, την αποτίμηση του έργου και της «πολιτείας» σου στην εργασία που επιτελούσες.
Την ίδια πορεία ακριβώς είχε και η εκπαίδευση. Στο χώρο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης η αξιολόγηση των μαθητών και η θέσπιση ή ανανέωση των κριτηρίων για αυτήν δαιμονοποιήθηκαν, ενώ εξοβελίστηκαν ως «αντιδραστικές» και «χουντικές» οποιεσδήποτε σκέψεις για ποιοτική διαφοροποίηση, για αξιολόγηση των μαθητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η προαγωγή από τη μια τάξη και βαθμίδα στην άλλη να είναι αυτονόητη, ανεξαρτήτως ικανοτήτων, προσπάθειας, συνθετικής ή αναλυτικής ικανότητας, δημιουργικότητας ή οποιασδήποτε βάσης που θα μπορούσε να θεσπιστεί ως κριτήριο αξιολογικής αποτίμησης.
Τέτοια πρακτική δεν μπορούσε παρά να λειτουργήσει ως άλλοθι στην απαίτηση μαθητών και γονέων για μεγαλύτερους βαθμούς, αφού το μόνο που ενδιαφέρει πια τη νέα κουλτούρα της ισοπέδωσης, που επέφερε ο λαϊκισμός, είναι η βιτρίνα του παχυλού βαθμού και όχι η ουσία και το αποτέλεσμα του έργου που επιτέλεσε ο δάσκαλος με τα παιδιά του.
Αυτή η τάση εκφράζεται και επίσημα τόσο με τη δομή του Σχολείου, κυρίως του Λυκείου, καθώςκαι με τα περίφημα προεδρικά διατάγματα για την προαγωγή και φοίτηση των μαθητών.
Η αντίληψη για «δικαίωση» του αγώνα, απότοκο κι αυτή του ισοπεδωτισμού, κομπορρημονεί για παιδεία, αλλά ετοιμάζει σχολικά προγράμματα που την εξορίζουν οριστικά!
Η απαίτηση είναι ο μαθητής να προετοιμαστεί για το πανεπιστήμιο, να εντατικοποιήσει την εκμάθηση των ασκήσεων-προτύπων ώστε να πετύχει ο νέος στις εξετάσεις. Το περίφημο «νέο σχολείο» στην απέλπιδα προσπάθεια να λειτουργήσει ως φροντιστήριο, βδελύσσεται κάθε πρόταση για καινούργια μαθήματα που θα αποσκοπούσαν στην ψυχοπνευματική καλλιέργεια των νέων μας.
Η τέχνη φαντάζει ονειροπόλημα, και η περίφημη «ανθρωπιστική παιδεία» αποτελεί πια άσαρκη εμμονή, καλολογική επένδυση ξύλινου εκθετικού λόγου, ο οποίος πιθηκίζει έννοιες μόνο για να τις παρουσιάσει ως περιουσία γνώσης, ενώ δεν γνωρίζει ούτε την ετυμολογία και την προέλευσή της, πολύ περισσότερο δεν φαντάζεται το ιστορικό τους πλαίσιο. Παράλληλα η προαγωγή καθίσταται απλή διεκπεραίωση, γιατί η ελαστικοποίηση των κριτηρίων κάνει και την στοιχειώδη προϋπόθεση μη απαιτητή.
Τα αποτελέσματα αυτής της προϊούσας κατάρρευσης δεν άργησαν να φανούν και ήταν φυσικά αναμενόμενα. Οι μαθητές μπορεί να αγνοούν πια στοιχειώδη θέματα, τα οποία συνιστούν προϋπόθεση της προαγωγής ή της απόλυσης, αλλά προάγονται με θεαματικές βαθμολογικές επιδόσεις, στοιχείο το οποίο η υποβάθμιση των κριτηρίων ευνοεί θηριωδώς. Αυτό οδηγεί στο φαινόμενο μιας αριστείας εξωφρενικής στα χαρτιά-τίτλους προαγωγής η οποία όμως απομυθοποιείται θριαμβευτικά στην πράξη.
Να σημειώσουμε εδώ όμως και την τρομακτική ηθική ήττα που σημειώνεται, αφού η ήσσων προσπάθεια, η παραίτηση, η απαξίωση του σχολείου και της παιδείας δημιουργούν νέους ανθρώπους με απαιτήσεις αμοιβής για μια προσπάθεια που δεν πραγματοποίησαν, με φιλοδοξία επιβράβευσης για ένα αποτέλεσμα που δεν κατάφεραν να πετύχουν.
Απότοκο αυτής της εξωφρενικής αντίληψης αποτελεί και η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μαθητών που σημειώνουν χαμηλές ή και απαράδεκτες επιδόσεις, μιας και έχουν ιδρυθεί σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες των νομών και δια πάσαν επίδοσιν τμήματα-τροφοδότες της ντόπιας οικονομίας με εισόδημα, όχι όμως και της εθνικής οικονομίας με ικανούς επαγγελματίες ή της πατρίδας και της κοινωνίας με ολοκληρωμένους ανθρώπους.
Είναι σαφές ότι η φυσική αντίληψη για τον οκνηρό και τον τεμπέλη, που τον θέλει να μένει νηστικός και χωρίς μέλλον, διαστρεβλώνεται κάτω από την ομπρέλα της αξιωματικής «δικαίωσης» του αγώνα, η οποία τρέφει τους πάντες, μιας και αυτοί οι πάντες είναι πρώτα απ’ όλα ψηφοφόροι!
Αυτή η καταστροφική αντίληψη που καλλιέργησε ο λαϊκισμός σώριασε μύρια προβλήματα, που υπέσκαψαν την κοινωνία μας και εξύφαναν σταδιακά τη σήψη. Η απουσία της παιδείας βλέπεις να αποτυπώνεται σήμερα στην τυφλή βία που ξεσπάει παντού, την αφουγκράζεσαι στις απαιτήσεις της κοινωνίας για παροχές χωρίς αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Την οσμίζεσαι στον μηδενισμό του πολιτικού κόσμου, καθώς μετράει τις υποχρεώσεις του με μοναδικό κανόνα το πολιτικό κόστος ή όπως μεταβάλλει απόψεις με την ετοιμότητα χαμαιλέοντα.
Την ψυχανεμίζεσαι στη ξύλινη γλώσσα των συνδικαλιστών, όταν υπερασπίζονται το πολιτικό τους μέλλον υπό την προσχηματική υπεράσπιση των «λαϊκών» συμφερόντων! Τη βίωσες στην οικονομική της εκδοχή με την ψευδαισθητική καλλιέργεια του μύθου της «ισχυρής Ελλάδας» που εισήλθε κρύφα στην ΟΝΕ!
Τη νιώθεις στην επαναπαυμένη συνείδηση του συναδέλφου σου που αναμετράει την προσφορά του με το ποσό της αμοιβής του, την αντιλαμβάνεσαι στην κομψή απαίτηση των γονιών για μεγαλύτερο βαθμό, αδιάφορο αν αυτός συστοιχεί με την αξία ή την προσπάθεια των παιδιών τους!
Την ακουμπάς στην απέχθεια του κοινωνικού σώματος για οτιδήποτε παραπέμπει σε ιεραρχία και αξιολογική κατάταξη!
Την αντιλαμβάνεσαι καθημερινά στην απαξιωτική αντίδραση των συνανθρώπων σου, που σε οικτίρουν για το «χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης», όταν αποδέχεσαι και θαυμάζεις την εξόφθαλμη ανωτερότητα των συναδέλφων σου, όταν επαινείς την ποιότητα της προσωπικότητας και του έργου τους!
Την ψηλαφίζεις στην ειρωνεία που δέχεσαι, όταν με την ειλικρίνεια του φταίχτη αποδέχεσαι την πλάνη σου και επιχειρείς να ξανασηκωθείς και να συνεχίσεις.
*O Σεραφείμ Γ. Κωνσταντίνου είναι φιλόλογος
ο Σεραφείμ Γ. Κωνσταντίνου*
Η πορεία της παιδείας στον τόπο μας ακολούθησε δυστυχώς την διαστρέβλωση και την ισοπέδωση που επέβαλε ο λαϊκισμός στην πολιτική και στη γενικότερη έκφραση της δημόσιας ζωής.
Η υστερόβουλη αντίληψη της μάστιγας του λαϊκισμού διακήρυττε από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ότι «ο αγώνας δικαιώνεται» και η «δικαίωση» αυτή μεταφραζόταν σε αθρόες προσλήψεις και βόλεμα εκατοντάδων χιλιάδων κομματικών φίλων, χωρίς κανένας να εξετάζει την ποιότητα, την αξιοσύνη και τις υπηρεσιακές ανάγκες, όσες αυτοί οι άνθρωποι θα εξυπηρετούσαν. Δεν άργησε να εμπεδωθεί σταδιακά η πεποίθηση, ότι αρκεί να έχεις συνδικαλιστικές «πλάτες» και κομματικά ερείσματα και η καριέρα σου είναι εξασφαλισμένη! Κανένας δεν έθετε ως κριτήριο αυτής της εξέλιξης την ποιότητα και την αυτονόητη αξιολόγηση, την αποτίμηση του έργου και της «πολιτείας» σου στην εργασία που επιτελούσες.
Την ίδια πορεία ακριβώς είχε και η εκπαίδευση. Στο χώρο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης η αξιολόγηση των μαθητών και η θέσπιση ή ανανέωση των κριτηρίων για αυτήν δαιμονοποιήθηκαν, ενώ εξοβελίστηκαν ως «αντιδραστικές» και «χουντικές» οποιεσδήποτε σκέψεις για ποιοτική διαφοροποίηση, για αξιολόγηση των μαθητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η προαγωγή από τη μια τάξη και βαθμίδα στην άλλη να είναι αυτονόητη, ανεξαρτήτως ικανοτήτων, προσπάθειας, συνθετικής ή αναλυτικής ικανότητας, δημιουργικότητας ή οποιασδήποτε βάσης που θα μπορούσε να θεσπιστεί ως κριτήριο αξιολογικής αποτίμησης.
Τέτοια πρακτική δεν μπορούσε παρά να λειτουργήσει ως άλλοθι στην απαίτηση μαθητών και γονέων για μεγαλύτερους βαθμούς, αφού το μόνο που ενδιαφέρει πια τη νέα κουλτούρα της ισοπέδωσης, που επέφερε ο λαϊκισμός, είναι η βιτρίνα του παχυλού βαθμού και όχι η ουσία και το αποτέλεσμα του έργου που επιτέλεσε ο δάσκαλος με τα παιδιά του.
Αυτή η τάση εκφράζεται και επίσημα τόσο με τη δομή του Σχολείου, κυρίως του Λυκείου, καθώςκαι με τα περίφημα προεδρικά διατάγματα για την προαγωγή και φοίτηση των μαθητών.
Η αντίληψη για «δικαίωση» του αγώνα, απότοκο κι αυτή του ισοπεδωτισμού, κομπορρημονεί για παιδεία, αλλά ετοιμάζει σχολικά προγράμματα που την εξορίζουν οριστικά!
Η απαίτηση είναι ο μαθητής να προετοιμαστεί για το πανεπιστήμιο, να εντατικοποιήσει την εκμάθηση των ασκήσεων-προτύπων ώστε να πετύχει ο νέος στις εξετάσεις. Το περίφημο «νέο σχολείο» στην απέλπιδα προσπάθεια να λειτουργήσει ως φροντιστήριο, βδελύσσεται κάθε πρόταση για καινούργια μαθήματα που θα αποσκοπούσαν στην ψυχοπνευματική καλλιέργεια των νέων μας.
Η τέχνη φαντάζει ονειροπόλημα, και η περίφημη «ανθρωπιστική παιδεία» αποτελεί πια άσαρκη εμμονή, καλολογική επένδυση ξύλινου εκθετικού λόγου, ο οποίος πιθηκίζει έννοιες μόνο για να τις παρουσιάσει ως περιουσία γνώσης, ενώ δεν γνωρίζει ούτε την ετυμολογία και την προέλευσή της, πολύ περισσότερο δεν φαντάζεται το ιστορικό τους πλαίσιο. Παράλληλα η προαγωγή καθίσταται απλή διεκπεραίωση, γιατί η ελαστικοποίηση των κριτηρίων κάνει και την στοιχειώδη προϋπόθεση μη απαιτητή.
Τα αποτελέσματα αυτής της προϊούσας κατάρρευσης δεν άργησαν να φανούν και ήταν φυσικά αναμενόμενα. Οι μαθητές μπορεί να αγνοούν πια στοιχειώδη θέματα, τα οποία συνιστούν προϋπόθεση της προαγωγής ή της απόλυσης, αλλά προάγονται με θεαματικές βαθμολογικές επιδόσεις, στοιχείο το οποίο η υποβάθμιση των κριτηρίων ευνοεί θηριωδώς. Αυτό οδηγεί στο φαινόμενο μιας αριστείας εξωφρενικής στα χαρτιά-τίτλους προαγωγής η οποία όμως απομυθοποιείται θριαμβευτικά στην πράξη.
Να σημειώσουμε εδώ όμως και την τρομακτική ηθική ήττα που σημειώνεται, αφού η ήσσων προσπάθεια, η παραίτηση, η απαξίωση του σχολείου και της παιδείας δημιουργούν νέους ανθρώπους με απαιτήσεις αμοιβής για μια προσπάθεια που δεν πραγματοποίησαν, με φιλοδοξία επιβράβευσης για ένα αποτέλεσμα που δεν κατάφεραν να πετύχουν.
Απότοκο αυτής της εξωφρενικής αντίληψης αποτελεί και η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μαθητών που σημειώνουν χαμηλές ή και απαράδεκτες επιδόσεις, μιας και έχουν ιδρυθεί σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες των νομών και δια πάσαν επίδοσιν τμήματα-τροφοδότες της ντόπιας οικονομίας με εισόδημα, όχι όμως και της εθνικής οικονομίας με ικανούς επαγγελματίες ή της πατρίδας και της κοινωνίας με ολοκληρωμένους ανθρώπους.
Είναι σαφές ότι η φυσική αντίληψη για τον οκνηρό και τον τεμπέλη, που τον θέλει να μένει νηστικός και χωρίς μέλλον, διαστρεβλώνεται κάτω από την ομπρέλα της αξιωματικής «δικαίωσης» του αγώνα, η οποία τρέφει τους πάντες, μιας και αυτοί οι πάντες είναι πρώτα απ’ όλα ψηφοφόροι!
Αυτή η καταστροφική αντίληψη που καλλιέργησε ο λαϊκισμός σώριασε μύρια προβλήματα, που υπέσκαψαν την κοινωνία μας και εξύφαναν σταδιακά τη σήψη. Η απουσία της παιδείας βλέπεις να αποτυπώνεται σήμερα στην τυφλή βία που ξεσπάει παντού, την αφουγκράζεσαι στις απαιτήσεις της κοινωνίας για παροχές χωρίς αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Την οσμίζεσαι στον μηδενισμό του πολιτικού κόσμου, καθώς μετράει τις υποχρεώσεις του με μοναδικό κανόνα το πολιτικό κόστος ή όπως μεταβάλλει απόψεις με την ετοιμότητα χαμαιλέοντα.
Την ψυχανεμίζεσαι στη ξύλινη γλώσσα των συνδικαλιστών, όταν υπερασπίζονται το πολιτικό τους μέλλον υπό την προσχηματική υπεράσπιση των «λαϊκών» συμφερόντων! Τη βίωσες στην οικονομική της εκδοχή με την ψευδαισθητική καλλιέργεια του μύθου της «ισχυρής Ελλάδας» που εισήλθε κρύφα στην ΟΝΕ!
Τη νιώθεις στην επαναπαυμένη συνείδηση του συναδέλφου σου που αναμετράει την προσφορά του με το ποσό της αμοιβής του, την αντιλαμβάνεσαι στην κομψή απαίτηση των γονιών για μεγαλύτερο βαθμό, αδιάφορο αν αυτός συστοιχεί με την αξία ή την προσπάθεια των παιδιών τους!
Την ακουμπάς στην απέχθεια του κοινωνικού σώματος για οτιδήποτε παραπέμπει σε ιεραρχία και αξιολογική κατάταξη!
Την αντιλαμβάνεσαι καθημερινά στην απαξιωτική αντίδραση των συνανθρώπων σου, που σε οικτίρουν για το «χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης», όταν αποδέχεσαι και θαυμάζεις την εξόφθαλμη ανωτερότητα των συναδέλφων σου, όταν επαινείς την ποιότητα της προσωπικότητας και του έργου τους!
Την ψηλαφίζεις στην ειρωνεία που δέχεσαι, όταν με την ειλικρίνεια του φταίχτη αποδέχεσαι την πλάνη σου και επιχειρείς να ξανασηκωθείς και να συνεχίσεις.
*O Σεραφείμ Γ. Κωνσταντίνου είναι φιλόλογος