Του Ελευθερίου Ανευλαβή
Τα ΠΗΡΑΤΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΤΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΤΕ όλα, εσείς, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες. Κι’ αφήσατε ξυλάρμενο τον άνθρωπο, μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Και δεν μάθατε, σεις, οι πολιτισμένοι ευρωβαρεμένοι βάρβαροι, ότι: «Πολλοί κακοί πλουτίζουν και καλοί πένονται. Αλλά εμείς δεν θ ανταλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη: Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ’ ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.», όπως μας έμαθε ο σοφός μας Σόλων.
Και δεν περνάει από τον νου σας, πού να το φανταστείτε, «Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες» (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) ότι: «Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος). Αυτήν την αρετή προσπαθείτε να την ξεφτίσετε με τα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα υπάρχει, αλώβητη, η ανάμνησή της.
Κάπου κρυμμένο στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων:
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε/
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς/
Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/
Μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε.» (Ο. Ελύτης).
Γι αυτό, εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ:
Γιατί στα μέρη τα δικά μας, στην καθ’ ημάς Ανατολή, «κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουιτς» (Ο. Ελύτης). Η ευαισθησία και η εντιμότητα δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται στην αγορά.
Εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ, Μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «νυχτωμένοι» Εσπέριοι.
Θα πούμε, μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, Καραϊσκάκη μας, «κλάστε μου τον μπούτζον», στους «φίλους» που ήρθαν σαν κατακτητές.
Θα πούμε ΟΧΙ μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι, όπως και τώρα. Κι ο Νόμος του Βενιζέλου «των ανόμων ασπίδα.»
Γιατί, για εμάς τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδέμπορους), «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος). Και γι αυτήν την Πατρίδα, οι Έλληνες «αιεί παίδες», πολεμάμε.
Πολεμάμε, κι ας «ξέρουμε ότι είναι πολλοί… κι έχουν όλα τα μέσα… όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).
Γιατί, οι Έλληνες (όχι, βέβαια, οι ελληναράδες της αρπαχτής), πάντα ήταν «τολμηροί πέρα από τις δυνάμεις τους και κινδυνευτές πέρα από τη φρόνιμη γνώμη και στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες», όπως μας δίδαξε ο Θουκυδίδης.
Τα ΠΗΡΑΤΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΤΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΤΕ όλα, εσείς, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες. Κι’ αφήσατε ξυλάρμενο τον άνθρωπο, μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Και δεν μάθατε, σεις, οι πολιτισμένοι ευρωβαρεμένοι βάρβαροι, ότι: «Πολλοί κακοί πλουτίζουν και καλοί πένονται. Αλλά εμείς δεν θ ανταλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη: Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ’ ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.», όπως μας έμαθε ο σοφός μας Σόλων.
Και δεν περνάει από τον νου σας, πού να το φανταστείτε, «Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες» (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) ότι: «Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος). Αυτήν την αρετή προσπαθείτε να την ξεφτίσετε με τα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα υπάρχει, αλώβητη, η ανάμνησή της.
Κάπου κρυμμένο στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων:
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε/
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς/
Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/
Μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε.» (Ο. Ελύτης).
Γι αυτό, εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ:
Γιατί στα μέρη τα δικά μας, στην καθ’ ημάς Ανατολή, «κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουιτς» (Ο. Ελύτης). Η ευαισθησία και η εντιμότητα δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται στην αγορά.
Εμείς, οι Έλληνες, θα πούμε ΟΧΙ, Μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «νυχτωμένοι» Εσπέριοι.
Θα πούμε, μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, Καραϊσκάκη μας, «κλάστε μου τον μπούτζον», στους «φίλους» που ήρθαν σαν κατακτητές.
Θα πούμε ΟΧΙ μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι, όπως και τώρα. Κι ο Νόμος του Βενιζέλου «των ανόμων ασπίδα.»
Γιατί, για εμάς τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδέμπορους), «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος). Και γι αυτήν την Πατρίδα, οι Έλληνες «αιεί παίδες», πολεμάμε.
Πολεμάμε, κι ας «ξέρουμε ότι είναι πολλοί… κι έχουν όλα τα μέσα… όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).
Γιατί, οι Έλληνες (όχι, βέβαια, οι ελληναράδες της αρπαχτής), πάντα ήταν «τολμηροί πέρα από τις δυνάμεις τους και κινδυνευτές πέρα από τη φρόνιμη γνώμη και στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες», όπως μας δίδαξε ο Θουκυδίδης.