[Από την Ουγγαρία ως το Ρίο Γκράντε και από τις Φιλιππίνες ως τη λατινοαμερικανική Γουιάνα ή τη μακρινή Ωκεανία. ...Ρόσια Μοντάνα... και δίπλα μας το αίσχος των Σκουριών Χαλκιδικής.] - Οι "πρόθυμοι" ξεπουλητάδες... τι λένε;
Χρυσωρυχεία, μία σημαντική επένδυση για το μέλλον ή εκκολαπτόμενη περιβαλλοντική καταστροφή; Το δίλημμα που τίθεται συνήθως -όποτε τίθεται-, με την παράλληλη αντιπαράθεση μεταξύ τοπικών κοινωνιών και μεγάλων επενδυτών, δεν είναι μοναδικό στην περίπτωση των Σκουριών Χαλκιδικής.
Χαρακτηριστικότερο είναι το ευρωπαϊκό παράδειγμα της διαμαρτυρίας των κατοίκων του Ρόσια Μοντάνα στα ρουμανικά Καρπάθια, όπου το προς εκμετάλλευση κοίτασμα (που παραμένει ανεκμετάλλευτο από το 2006) βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ομώνυμο χωριό και σε μία περιοχή που, ως τη δεκαετία του '70, ήταν μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στο «οπλοστάσιο» των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι αλλά και περιβαλλοντολόγοι, τα πολλά παραδείγματα από περιβαλλοντικές καταστροφές που έχουν αφήσει πίσω τους στο -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν χρυσωρυχεία σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Από την Ουγγαρία ως το Ρίο Γκράντε και από τις Φιλιππίνες ως τη λατινοαμερικανική Γουιάνα ή τη μακρινή Ωκεανία. ...
Στην Ευρώπη η χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή που οφείλεται σε διαρροή τοξικών αποβλήτων χρυσωρυχείου -κάποιοι μάλιστα τη χαρακτήρισαν τη «χειρότερη οικολογική καταστροφή στην Ευρώπη από την εποχή του Τσερνόμπιλ»!- σημειώθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 2000 στο χρυσωρυχείο Αουρούλ της περιοχής Μπάια Μάρε στην Ουγγαρία. Το φράγμα των απορριμμάτων του ορυχείου είχε καταρρεύσει, απελευθερώνοντας 100.000 κυβικά μέτρα αποβλήτων στους παραποτάμους Λάπους και Σόμες του ποταμού Τίζλα.
Εκτιμάται ότι η μόλυνση έφτασε, μέσω του ποταμού Δούναβη -όπου απορρέει ο Τίζλα- στη Σερβία, στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι δε συγκεντρώσεις κυανιδίου -μια χημική ουσία ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο- έφτασαν, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ουγγρικού υπουργείου Περιβάλλοντος, σε συγκεντρώσεις «100 φορές μεγαλύτερες από το όριο για το πόσιμο νερό», προβάλλοντας «σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία».
Παράλληλα, το οικοσύστημα της περιοχής υπέστη σοβαρή καταστροφή, με το 80%-100% των αποθεμάτων ψαριών να πεθαίνει και μέσω της τροφικής αλυσίδας να δηλητηριάζονται κορμοράνοι, κύκνοι, αλεπούδες και άλλα σαρκοβόρα. Σκάνδαλο τότε είχε προκαλέσει η αντίδραση της ρουμανικής κυβέρνησης, η οποία απέδωσε την κατάρρευση του φράγματος (που είχε κατασκευαστεί μόλις προ διετίας από κρατική κοινοπραξία με την αυστραλιανή εξορυκτική εταιρία Esmeralda) σε «ασυνήθιστες μετεωρολογικές συνθήκες».
Σύμφωνα όμως με την περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, πρώην εργαζόμενοι είχαν ενημερώσει την κυβέρνηση ότι στη διάρκεια των εργασιών κατασκευής τα τοιχώματα του φράγματος δεν είχαν επενδυθεί με στέρεα υλικά, αλλά με ποσότητες άμμου, καθιστώντας τα ασταθή.
Ηταν, μεταξύ άλλων, και ο απόηχος αυτής της καταστροφής, που κινητοποίησε τις ευρωπαϊκές Αρχές να θεσπίσουν καλύτερους κανόνες ασφαλείας. «Είναι η ευρωπαϊκή νομοθεσία αρκετά ισχυρή για να εμποδίσει μελλοντικές περιβαλλοντικές καταστροφές;» αναρωτιέται, ακόμη και σήμερα, έκθεση του γερμανικού ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung. Η σχετική νομοθεσία επικεντρώνεται γύρω από το θέμα της έκπλυσης με κυανίδιο, μιας φθηνής -πλην τοξικής- διαδικασίας διαχωρισμού του χρυσού από τα εξορυχθέντα πετρώματα.
Η έκπλυση γίνεται σε ειδικές δεξαμενές και τα «απόνερά» της, που περιέχουν, εκτός από κυανίδιο, και άλλα βαρέα μέταλλα, όπως αρσενικό, φυλάσσονται σε ειδικά αντιρρυπαντικά φράγματα, προκειμένου να προστατευτεί ο υδροφόρος ορίζοντας. Η συγκεκριμένη τεχνική άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του '60, με αποτέλεσμα τα ατυχήματα και οι διαρροές αποβλήτων που έγιναν από την εποχή εκείνη και μετά να χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη τοξικότητα.
Το 2006 η οδηγία για τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας επέβαλε πενταπλάσια μείωση των χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων κυανιδίου ως το 2018. Ωστόσο, το 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα, με το οποίο ζητούσε την πλήρη κατάργηση του κυανιδίου στις εξορυκτικές τεχνολογίες. Οι ειδικοί επισημαίνουν, πάντως, ότι, εκτός από την έκπλυση με κυάνιο, κινδύνους για το περιβάλλον εμπεριέχει ακόμη η σκόνη που σηκώνεται από τη λεγόμενη «ανοιχτή εξόρυξη», που χρησιμοποιείται συνήθως στα μεταλλεία χρυσού, αλλά και από τη διαδικασία της τήξης των ορυκτών, στη διάρκεια των οποίων απελευθερώνονται στο περιβάλλον μόλυβδος, άζωτο και θείο, που επιστρέφουν στο έδαφος με τη μορφή όξινης βροχής.
Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκε στους ποταμούς Μπόακ και Μογκπόγκ του νησιού Μαριντούκ των Φιλιππίνων το 1996. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μεταλλευτική Marcopper, ποσοστό 40% της οποίας κατείχε η καναδική Placer Dome, είχε κατηγορηθεί για διαρροή αποβλήτων από τις εξορυκτικές της δραστηριότητες. Περιβαλλοντικές οργανώσεις την κατηγορούν μάλιστα ότι το διάστημα 1975-1991 ξεφορτώθηκε εκατομμύρια τόνους αποβλήτων στον κόλπο Καλανκάν. Το 1993 φράγμα της εταιρίας κατέρρευσε στον ποταμό Μογκπόγκ, αλλά η μεγαλύτερη καταστροφή προκλήθηκε τρία χρόνια αργότερα όταν 3.000.000 τόνοι αποβλήτων κατέληξαν στον ποταμό Μπόακ.
Τριάντα οκτώ άτομα από την περιοχή διακομίστηκαν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκαν υψηλά επίπεδα μολύβδου στο αίμα τους, καθώς και νευρολογικά συμπτώματα που συνδέονται με δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα. Στην τελευταία σχετική μέτρησή του, που έγινε το 2002, το υπουργείο Υγείας και το Γενικό Νοσοκομείο των Φιλιππινών (PGH) παρατήρησαν αυξημένα περιστατικά εμφάνισης σπασμών στα παιδιά που κατοικούσαν σε γειτονικά χωριά με τις δύο πληγείσες περιοχές, ενώ πολλοί κάτοικοι διαμαρτύρονται για πονοκεφάλους, αναπνευστικά προβλήματα, προβλήματα όρασης και μυϊκούς πόνους.
Η ανίχνευση
Πάντως, ίσως η χειρότερη μορφή μόλυνσης -σίγουρα η πιο άμεσα ανιχνεύσιμη- είναι στο νερό και στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής, με την απορροή σε αυτόν υδραργύρου και βαρέων μετάλλων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι περισσότερες οικολογικές καταστροφές που προκλήθηκαν από χρυσωρυχεία είχαν ως πρώτο αποδέκτη τα γλυκά νερά και τον υδροφόρο ορίζοντα των γύρω περιοχών.
Πώς καταστράφηκε ένα από τα σημαντικότερα τροπικά δάση του Αμαζονίου!
Μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές από εξόρυξη χρυσού παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '80. Το χρυσωρυχείο Σάμιτβιλ στο Ρίο Γκράντε είχε ξεκινήσει να λειτουργεί το 1870. Ομως ξανάνοιξε, αυτή τη φορά κάνοντας χρήση «μοντέρνων τεχνικών», μεταξύ αυτών και η έκπλυση με κυανιούχο νάτριο. Ως τον Οκτώβριο του 1991 το ορυχείο που διαχειριζόταν η Summitville Consolidated Mining Company, θυγατρική της Galactic Resources, είχε «ξεπλύνει» 10.000.000 τόνους πετρωμάτων, με αποτέλεσμα η δεξαμενή έκπλυσης να παρουσιάσει διαρροές, μολύνοντας σταδιακά το έδαφος της περιοχής, κατ' εκτίμηση με τουλάχιστον 85.000 γαλόνια μολυσμένου νερού.
Η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος εκτίμησε ότι από το ορυχείο διέρρεαν έντεκα κυβικά μέτρα μολυσμένου νερού ανά λεπτό, ενώ ο καθαρισμός της στοίχισε στο αμερικανικό Δημόσιο -η Galactic Resources είχε στο μεταξύ χρεοκοπήσει- 155.000.000 δολάρια. Δύο ακόμη, τέλος, από τις σημαντικότερες παγκοσμίως περιβαλλοντικές καταστροφές από χρυσωρυχεία, σημειώθηκαν στον ποταμό Εσεκίμπο στον Αμαζόνιο (νοτιοαμερικανική Γουιάνα) το 1995 και στον ποταμό Οκ Τέντι (Παπούα Νέα Γουινέα) το 1999.
Στην πρώτη περίπτωση η διαρροή λάσπης, στην οποία εντοπίστηκε αρσενικό και χαλκός, προκλήθηκε από ρήγμα στη δεξαμενή απορριμμάτων των ορυχείων του Ομάι, τα οποία διαχειριζόταν η ομώνυμη -καναδική και πάλι- εταιρία Omai Gold Mines. Η διαρροή προκαλώντας στην περιοχή, που χαρακτηρίστηκε ως «η νέα Νότια Αφρική» (για τον ορυκτό της πλούτο), μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές που είδε ποτέ το τροπικό δάσος του Αμαζονίου.
Στη δεύτερη περίπτωση η αυστραλιανή εταιρία Broken Hill Proprietary (BHP) φέρεται να απελευθέρωνε κατευθείαν στον ποταμό Οκ Τέντι απόβλητα από τις εξορύξεις της στο ομώνυμο μεταλλείο χρυσού και χαλκού. Οπως αργότερα παραδέχτηκε η εταιρία, η διαρροή κατάστρεψε την αλιεία στον ποταμό Φλάι, ενώ τα απόβλητα επεκτάθηκαν μέσω της ποταμίσιας οδού σε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων.
Μυρτώ Μπούτση (εφ."δημοκρατία"
Χρυσωρυχεία, μία σημαντική επένδυση για το μέλλον ή εκκολαπτόμενη περιβαλλοντική καταστροφή; Το δίλημμα που τίθεται συνήθως -όποτε τίθεται-, με την παράλληλη αντιπαράθεση μεταξύ τοπικών κοινωνιών και μεγάλων επενδυτών, δεν είναι μοναδικό στην περίπτωση των Σκουριών Χαλκιδικής.
Χαρακτηριστικότερο είναι το ευρωπαϊκό παράδειγμα της διαμαρτυρίας των κατοίκων του Ρόσια Μοντάνα στα ρουμανικά Καρπάθια, όπου το προς εκμετάλλευση κοίτασμα (που παραμένει ανεκμετάλλευτο από το 2006) βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ομώνυμο χωριό και σε μία περιοχή που, ως τη δεκαετία του '70, ήταν μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στο «οπλοστάσιο» των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι αλλά και περιβαλλοντολόγοι, τα πολλά παραδείγματα από περιβαλλοντικές καταστροφές που έχουν αφήσει πίσω τους στο -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν χρυσωρυχεία σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Από την Ουγγαρία ως το Ρίο Γκράντε και από τις Φιλιππίνες ως τη λατινοαμερικανική Γουιάνα ή τη μακρινή Ωκεανία. ...
Στην Ευρώπη η χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή που οφείλεται σε διαρροή τοξικών αποβλήτων χρυσωρυχείου -κάποιοι μάλιστα τη χαρακτήρισαν τη «χειρότερη οικολογική καταστροφή στην Ευρώπη από την εποχή του Τσερνόμπιλ»!- σημειώθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 2000 στο χρυσωρυχείο Αουρούλ της περιοχής Μπάια Μάρε στην Ουγγαρία. Το φράγμα των απορριμμάτων του ορυχείου είχε καταρρεύσει, απελευθερώνοντας 100.000 κυβικά μέτρα αποβλήτων στους παραποτάμους Λάπους και Σόμες του ποταμού Τίζλα.
Εκτιμάται ότι η μόλυνση έφτασε, μέσω του ποταμού Δούναβη -όπου απορρέει ο Τίζλα- στη Σερβία, στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι δε συγκεντρώσεις κυανιδίου -μια χημική ουσία ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο- έφτασαν, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ουγγρικού υπουργείου Περιβάλλοντος, σε συγκεντρώσεις «100 φορές μεγαλύτερες από το όριο για το πόσιμο νερό», προβάλλοντας «σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία».
Παράλληλα, το οικοσύστημα της περιοχής υπέστη σοβαρή καταστροφή, με το 80%-100% των αποθεμάτων ψαριών να πεθαίνει και μέσω της τροφικής αλυσίδας να δηλητηριάζονται κορμοράνοι, κύκνοι, αλεπούδες και άλλα σαρκοβόρα. Σκάνδαλο τότε είχε προκαλέσει η αντίδραση της ρουμανικής κυβέρνησης, η οποία απέδωσε την κατάρρευση του φράγματος (που είχε κατασκευαστεί μόλις προ διετίας από κρατική κοινοπραξία με την αυστραλιανή εξορυκτική εταιρία Esmeralda) σε «ασυνήθιστες μετεωρολογικές συνθήκες».
Σύμφωνα όμως με την περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, πρώην εργαζόμενοι είχαν ενημερώσει την κυβέρνηση ότι στη διάρκεια των εργασιών κατασκευής τα τοιχώματα του φράγματος δεν είχαν επενδυθεί με στέρεα υλικά, αλλά με ποσότητες άμμου, καθιστώντας τα ασταθή.
Ηταν, μεταξύ άλλων, και ο απόηχος αυτής της καταστροφής, που κινητοποίησε τις ευρωπαϊκές Αρχές να θεσπίσουν καλύτερους κανόνες ασφαλείας. «Είναι η ευρωπαϊκή νομοθεσία αρκετά ισχυρή για να εμποδίσει μελλοντικές περιβαλλοντικές καταστροφές;» αναρωτιέται, ακόμη και σήμερα, έκθεση του γερμανικού ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung. Η σχετική νομοθεσία επικεντρώνεται γύρω από το θέμα της έκπλυσης με κυανίδιο, μιας φθηνής -πλην τοξικής- διαδικασίας διαχωρισμού του χρυσού από τα εξορυχθέντα πετρώματα.
Η έκπλυση γίνεται σε ειδικές δεξαμενές και τα «απόνερά» της, που περιέχουν, εκτός από κυανίδιο, και άλλα βαρέα μέταλλα, όπως αρσενικό, φυλάσσονται σε ειδικά αντιρρυπαντικά φράγματα, προκειμένου να προστατευτεί ο υδροφόρος ορίζοντας. Η συγκεκριμένη τεχνική άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του '60, με αποτέλεσμα τα ατυχήματα και οι διαρροές αποβλήτων που έγιναν από την εποχή εκείνη και μετά να χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη τοξικότητα.
Το 2006 η οδηγία για τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας επέβαλε πενταπλάσια μείωση των χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων κυανιδίου ως το 2018. Ωστόσο, το 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα, με το οποίο ζητούσε την πλήρη κατάργηση του κυανιδίου στις εξορυκτικές τεχνολογίες. Οι ειδικοί επισημαίνουν, πάντως, ότι, εκτός από την έκπλυση με κυάνιο, κινδύνους για το περιβάλλον εμπεριέχει ακόμη η σκόνη που σηκώνεται από τη λεγόμενη «ανοιχτή εξόρυξη», που χρησιμοποιείται συνήθως στα μεταλλεία χρυσού, αλλά και από τη διαδικασία της τήξης των ορυκτών, στη διάρκεια των οποίων απελευθερώνονται στο περιβάλλον μόλυβδος, άζωτο και θείο, που επιστρέφουν στο έδαφος με τη μορφή όξινης βροχής.
Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκε στους ποταμούς Μπόακ και Μογκπόγκ του νησιού Μαριντούκ των Φιλιππίνων το 1996. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μεταλλευτική Marcopper, ποσοστό 40% της οποίας κατείχε η καναδική Placer Dome, είχε κατηγορηθεί για διαρροή αποβλήτων από τις εξορυκτικές της δραστηριότητες. Περιβαλλοντικές οργανώσεις την κατηγορούν μάλιστα ότι το διάστημα 1975-1991 ξεφορτώθηκε εκατομμύρια τόνους αποβλήτων στον κόλπο Καλανκάν. Το 1993 φράγμα της εταιρίας κατέρρευσε στον ποταμό Μογκπόγκ, αλλά η μεγαλύτερη καταστροφή προκλήθηκε τρία χρόνια αργότερα όταν 3.000.000 τόνοι αποβλήτων κατέληξαν στον ποταμό Μπόακ.
Τριάντα οκτώ άτομα από την περιοχή διακομίστηκαν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκαν υψηλά επίπεδα μολύβδου στο αίμα τους, καθώς και νευρολογικά συμπτώματα που συνδέονται με δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα. Στην τελευταία σχετική μέτρησή του, που έγινε το 2002, το υπουργείο Υγείας και το Γενικό Νοσοκομείο των Φιλιππινών (PGH) παρατήρησαν αυξημένα περιστατικά εμφάνισης σπασμών στα παιδιά που κατοικούσαν σε γειτονικά χωριά με τις δύο πληγείσες περιοχές, ενώ πολλοί κάτοικοι διαμαρτύρονται για πονοκεφάλους, αναπνευστικά προβλήματα, προβλήματα όρασης και μυϊκούς πόνους.
Η ανίχνευση
Πάντως, ίσως η χειρότερη μορφή μόλυνσης -σίγουρα η πιο άμεσα ανιχνεύσιμη- είναι στο νερό και στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής, με την απορροή σε αυτόν υδραργύρου και βαρέων μετάλλων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι περισσότερες οικολογικές καταστροφές που προκλήθηκαν από χρυσωρυχεία είχαν ως πρώτο αποδέκτη τα γλυκά νερά και τον υδροφόρο ορίζοντα των γύρω περιοχών.
Πώς καταστράφηκε ένα από τα σημαντικότερα τροπικά δάση του Αμαζονίου!
Μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές από εξόρυξη χρυσού παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '80. Το χρυσωρυχείο Σάμιτβιλ στο Ρίο Γκράντε είχε ξεκινήσει να λειτουργεί το 1870. Ομως ξανάνοιξε, αυτή τη φορά κάνοντας χρήση «μοντέρνων τεχνικών», μεταξύ αυτών και η έκπλυση με κυανιούχο νάτριο. Ως τον Οκτώβριο του 1991 το ορυχείο που διαχειριζόταν η Summitville Consolidated Mining Company, θυγατρική της Galactic Resources, είχε «ξεπλύνει» 10.000.000 τόνους πετρωμάτων, με αποτέλεσμα η δεξαμενή έκπλυσης να παρουσιάσει διαρροές, μολύνοντας σταδιακά το έδαφος της περιοχής, κατ' εκτίμηση με τουλάχιστον 85.000 γαλόνια μολυσμένου νερού.
Η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος εκτίμησε ότι από το ορυχείο διέρρεαν έντεκα κυβικά μέτρα μολυσμένου νερού ανά λεπτό, ενώ ο καθαρισμός της στοίχισε στο αμερικανικό Δημόσιο -η Galactic Resources είχε στο μεταξύ χρεοκοπήσει- 155.000.000 δολάρια. Δύο ακόμη, τέλος, από τις σημαντικότερες παγκοσμίως περιβαλλοντικές καταστροφές από χρυσωρυχεία, σημειώθηκαν στον ποταμό Εσεκίμπο στον Αμαζόνιο (νοτιοαμερικανική Γουιάνα) το 1995 και στον ποταμό Οκ Τέντι (Παπούα Νέα Γουινέα) το 1999.
Στην πρώτη περίπτωση η διαρροή λάσπης, στην οποία εντοπίστηκε αρσενικό και χαλκός, προκλήθηκε από ρήγμα στη δεξαμενή απορριμμάτων των ορυχείων του Ομάι, τα οποία διαχειριζόταν η ομώνυμη -καναδική και πάλι- εταιρία Omai Gold Mines. Η διαρροή προκαλώντας στην περιοχή, που χαρακτηρίστηκε ως «η νέα Νότια Αφρική» (για τον ορυκτό της πλούτο), μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές που είδε ποτέ το τροπικό δάσος του Αμαζονίου.
Στη δεύτερη περίπτωση η αυστραλιανή εταιρία Broken Hill Proprietary (BHP) φέρεται να απελευθέρωνε κατευθείαν στον ποταμό Οκ Τέντι απόβλητα από τις εξορύξεις της στο ομώνυμο μεταλλείο χρυσού και χαλκού. Οπως αργότερα παραδέχτηκε η εταιρία, η διαρροή κατάστρεψε την αλιεία στον ποταμό Φλάι, ενώ τα απόβλητα επεκτάθηκαν μέσω της ποταμίσιας οδού σε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων.
Μυρτώ Μπούτση (εφ."δημοκρατία"