Η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας έκρινε σχεδόν ομόφωνα αντισυνταγματικό το “νόμο Ραγκούση” και συγκεκριμένα τις διατάξεις που έδωσαν τη δυνατότητα στους αλλοδαπούς να συμμετάσχουν στις Περιφερειακές εκλογές, με τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας.
Η Ολομέλεια με την απόφασή της έκρινε ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, αν δεν γίνει αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Παράλληλα επισημαίνει πώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο Ν. 3838/2010 γίνεται με βάση μόνον τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) και δεν εξετάζεται ειδικά για κάθε περίπτωση η ουσιαστική προϋπόθεση του δεσμού με το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε η μειοψηφία που υποστήριξε ότι η πενταετής μόνιμη και νόμιμη διαμονή σε συνδυασμό με την 6ετή φοίτηση στο ελληνικό σχολείο αποτελούν στοιχεία επαρκή για να δικαιολογήσουν ένα πραγματικό και νομικό δεσμό του αλλοδαπού με την Ελλάδα και κατά συνέπεια τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του από το Δ΄ Τμήμα Δικαστηρίου ΣτΕ το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο 3838/2010.
Τώρα με τη δημοσίευση της απόφασης από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εκτιμάται από νομικούς ότι μπορεί να ακυρωθούν όλες οι πράξεις απονομής ιθαγένειας λόγω γέννησης στην Ελλάδα ή φοίτησης σε ελληνικό σχολείο (όπως προέβλεπε ο νόμος Ραγκούση) από το 2010 μέχρι και σήμερα, ενώ ταυτόχρονα εκτιμάται ότι μπορεί να ακυρώνονται τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών 2010 στα εκλογικά τμήματα που συμμετείχαν αλλοδαποί στους εκλογικούς καταλόγους. Δεν αποκλείεται δηλαδή οι δημοτικές εκλογές 2010 να πρέπει να επαναληφθούν στα εκλογικά τμήματα, όπου έγινε χρήση εκλογικών καταλόγων αλλοδαπών.
Στο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ σημειώνεται πως: «Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος από το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης, ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση).
Εάν παραγνωριζόταν η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης - εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος - μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπαγόταν για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας».
Η Ολομέλεια με την απόφασή της έκρινε ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, αν δεν γίνει αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Παράλληλα επισημαίνει πώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο Ν. 3838/2010 γίνεται με βάση μόνον τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) και δεν εξετάζεται ειδικά για κάθε περίπτωση η ουσιαστική προϋπόθεση του δεσμού με το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε η μειοψηφία που υποστήριξε ότι η πενταετής μόνιμη και νόμιμη διαμονή σε συνδυασμό με την 6ετή φοίτηση στο ελληνικό σχολείο αποτελούν στοιχεία επαρκή για να δικαιολογήσουν ένα πραγματικό και νομικό δεσμό του αλλοδαπού με την Ελλάδα και κατά συνέπεια τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του από το Δ΄ Τμήμα Δικαστηρίου ΣτΕ το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο 3838/2010.
Τώρα με τη δημοσίευση της απόφασης από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εκτιμάται από νομικούς ότι μπορεί να ακυρωθούν όλες οι πράξεις απονομής ιθαγένειας λόγω γέννησης στην Ελλάδα ή φοίτησης σε ελληνικό σχολείο (όπως προέβλεπε ο νόμος Ραγκούση) από το 2010 μέχρι και σήμερα, ενώ ταυτόχρονα εκτιμάται ότι μπορεί να ακυρώνονται τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών 2010 στα εκλογικά τμήματα που συμμετείχαν αλλοδαποί στους εκλογικούς καταλόγους. Δεν αποκλείεται δηλαδή οι δημοτικές εκλογές 2010 να πρέπει να επαναληφθούν στα εκλογικά τμήματα, όπου έγινε χρήση εκλογικών καταλόγων αλλοδαπών.
Στο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ σημειώνεται πως: «Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος από το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης, ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση).
Εάν παραγνωριζόταν η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης - εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος - μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπαγόταν για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας».